Η Κάσος, το μικρό βραχώδες νησί των Δωδεκανήσων, στις αρχές του 19ου αιώνα κατείχε στρατηγική θέση στις θαλάσσιες μεταφορές της Ανατολικής Μεσογείου και στόλο 100 εμπορικών πλοίων. Παρά το γεγονός ότι η Υψηλή Πύλη τους είχε παραχωρήσει ένα είδος αυτονομίας και το νησί με τους 7.000 κατοίκους του ευημερούσε, με την έκρηξη της Επανάστασης οι Κασιώτες μετατρέπουν τα καράβια τους σε πολεμικά και τα θέτουν στην υπηρεσία του Έθνους.

 

Από τον Απρίλιο του 1821 αρχίζουν επαναστατική δράση: οργώνουν το Αιγαίο, κουρσεύουν τουρκικά πλοία και επιχειρούν ριψοκίνδυνες επιδρομές από τα μικρασιατικά παράλια μέχρι την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο, ενώ συμμετέχουν και στη ναυμαχία της Σάμου.

 

Αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Κρήτης, όπου το 1822 σκοτώνεται ο καπετάνιος τους Θοδωρής Κανταριτζής ή Κανταρτζόγλου, συμμετέχοντας στις πολεμικές επιχειρήσεις, ανεφοδιάζοντας τους επαναστάτες και τελικά μεταφέροντας Κρητικούς πρόσφυγες στην Κάσο και την Κάρπαθο.

 

Λόγω της δράσης του, το ναυτικό προπύργιο της Κάσου κρίθηκε αναγκαίο να εξουδετερωθεί πριν τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά εκστρατεύσουν στην Πελοπόννησο. Αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ στράφηκε εναντίον του νησιού.

 

Δύο φορές οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν ενισχύσεις, αλλά ελλείψει χρημάτων δεν ήρθε βοήθεια.

 

Η επιχείρηση ξεκίνησε την 20ή Μαΐου με βομβαρδισμό του νησιού από μοίρα 20 Αιγυπτιακών πλοίων (με στρατό από 3-4 χιλιάδες Αλβανούς υπό τον Χουσεΐν μπέη). Συνάντησαν όμως σθεναρή αντίσταση και αποσύρθηκαν προσωρινά στη Ρόδο.

 

Επανήλθαν την 26η Μαΐου με 45 πλοία και για δύο ημέρες κανονιοβολούσαν το νησί, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια αλλεπάλληλες προσπάθειες αποβίβασης στρατού με καΐκια και βάρκες στην απόκρημνη ακτή. Όλα απέτυχαν χάρη στην αυτοθυσία των 1.200 Κασιωτών αλλά και Κρητών πολεμιστών, που διέθεταν 30 πυροβόλα.

Τελικά την νύκτα της 7ης Ιουνίου, μετά από «πληροφορία» για αφρούρητο σημείο στο δυτικό μέρος του νησιού, κατόρθωσαν να αποβιβάσουν το σώμα των Αλβανών που βρέθηκε στα νώτα των γενναίων υπερασπιστών.

 

Αν και οι Κασιώτες συνέχισαν να πολεμούν, η αριθμητική υπεροχή του εχθρού προδίκαζε το αποτέλεσμα. Ηρωική μορφή του νησιού, ο Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης που έπεσε μαχόμενος. Όταν κατέρρευσε και η τελευταία γραμμή αντίστασης, οι εισβολείς επιδόθηκαν σε γενική σφαγή που κράτησε ημέρες∙ βεβήλωσαν εκκλησίες, βίασαν, λεηλάτησαν και κατέκαψαν το νησί.

 

Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 2.000, άλλα τόσα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στο σκλαβοπάζαρο της Αλεξάνδρειας, 500 περίπου έμπειροι ναυμάχοι συνελήφθησαν και εξαναγκάσθηκαν να επανδρώσουν Αιγυπτιακά πλοία, ενώ λίγοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στα γύρω νησιά…

 

Ένα ολόκληρο νησί ερήμωσε. Και παρέμεινε έτσι για αρκετά χρόνια, μέχρι που η αναμενόμενη ενσωμάτωση με την Ελλάδα βάσει του Πρωτοκόλλου του Μαρτίου 1829, έφερε σταδιακά τους επιζώντες Κασιώτες πίσω στο νησί. Βέβαια, με το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του 1830 επιστράφηκε στην οθωμανική κυριαρχία και η ενσωμάτωση τελικά ήρθε το 1948 με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.