Χρονολόγιο 1821

Χρονολόγιο 1821

31 Δεκεμβρίου 1822

31 Δεκεμβρίου 1822 ήταν η μέρα που το Μεσολόγγι ανάπνευσε ελεύθερα μετά από καιρό. Η πολιορκία της ηρωικής πόλης που ενέπνευσε τον Διονύσιο Σολωμό να γράψει τον Ύμνο εις την Ελευθερία, μόλις είχε λήξει.

Οι πασάδες Ομέρ Βρυώνης και Κιουταχής, επικεφαλής 12.000 ανδρών κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, αποχωρούσαν ταπεινωμένοι και χρεωμένοι την αποτυχία της εκστρατείας τους στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα.

Η τακτική του αποκλεισμού της πόλης από τη στεριά από το στρατό των δύο πασάδων και από τη θάλασσα από το στόλο του Γιουσούφ πασά εξάντλησε εξίσου τους πολιορκητές λόγω έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων χωρίς να λυγίσει τους λιγοστούς Μεσολογγίτες.

Αντίθετα οι υπερασπιστές της πόλης, οι οποίοι στην έναρξη της πολιορκίας στις 25 Οκτωβρίου 1822 δεν έφταναν τους 700 άνδρες (όσοι είχαν απομείνει από το αποδεκατισμένο στράτευμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου μετά τη μάχη στο Πέτα με τους Σουλιώτες των Μάρκου Μπότσαρη και Κίτσου Τζαβέλλα και λίγοι ένοπλοι ντόπιοι) είχαν ενισχυθεί με 1.500 Μωραΐτες υπό τους Μαυρομιχάλη και Λόντο, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης διέσπασε τον κλοιό από θαλάσσης.

Ούτε η μεγάλη έφοδος των Οθωμανών την παραμονή των Χριστουγέννων είχε τύχη· αντίθετα τους οδήγησε σε πανωλεθρία, καθώς ο Ηπειρώτης Γιάννης Γούναρης, κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, μετέφερε το σχέδιό τους στους Έλληνες.

Εκείνη τη νύχτα μέτρησαν περίπου 500 Τουρκαλβανούς νεκρούς και τραυματίες έναντι ούτε 10 Ελλήνων.

Έτσι λίγες μέρες μετά, με τις επικοινωνίες κομμένες από τους άντρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη και τον χειμώνα να χειροτερεύει τα πράγματα, έλυσαν την πολιορκία και εγκατέλειψαν ντροπιασμένοι το Μεσολόγγι …

Θα επανέρχονταν δυόμισι χρόνια μετά, αλλά μόνο για να δοξαστεί στους αιώνες το Μεσολόγγι!

 

 

Χρονολόγιο 1821

Η Εκπόρθηση του Παλαμηδίου

Σαν σήμερα, ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα το 1822 απελευθερώθηκε το Ναύπλιο, χάρη σε μια τολμηρή επιχείρηση του χιλίαρχου Στάικου Σταϊκοπούλου και των παλληκαριών του.
Η πόλη πολιορκείτο από τον Απρίλιο του 1821 από τους Έλληνες επαναστάτες, στο Παλαμήδι όμως και στα άλλα κάστρα της πόλης είχαν οχυρωθεί και άντεχαν οι Τούρκοι. Στο Ναύπλιο ζούσαν περίπου 900 τουρκικές οικογένειες, ενώ οι ένοπλοι Οθωμανοί ήταν περίπου 1.650.
Η πολύμηνη πολιορκία και ο αποκλεισμός από τρόφιμα και πολεμοφόδια, είχαν φέρει σε απελπιστική κατάσταση τους πολιορκημένους και θα παραδίδονταν, αν δεν φοβόνταν την οργή του σουλτάνου.
Στις 27 Νοεμβρίου 1822 ζήτησαν να συνθηκολογήσουν. Ο Κολοκοτρώνης όμως τους μήνυσε να παραδώσουν φρούρια και βιος για να τους αφήσουν να φύγουν, αλλιώς θα μιλούσαν τα σπαθιά.
Οι φρούραρχοι και οι αγάδες της πόλης συγκεντρώθηκαν για να πάρουν αποφάσεις. Έφτασε το βράδυ 29ης Νοεμβρίου και δεν είχαν καταλήξει ακόμα.
Όταν οι Έλληνες πληροφορούνται ότι στο κάστρο οι φρουρές έχουν μειωθεί, ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, Μικρασιάτης που επέζησε από την καταστροφή των Κυδωνιών και υπηρετούσε ως Ενωμοτάρχης υπό τον Σταϊκόπουλο, προτείνει να επιχειρήσουν ρεσάλτο και προσφέρεται να είναι αυτός που θα ανέβει πρώτος στα τείχη. Στήνουν σκάλες στα βράχια του κάστρου, 216 μέτρα ύψος. Γύρω στα μεσάνυχτα και κάτω από βροχή ανεβαίνει στις επάλξεις και πίσω του 80 στρατιώτες, οι οποίοι με λοστούς ανοίγουν τη σιδερένια πόρτα της Γιουρούς ντάπιας. Περνούν και 270 ακόμη άνδρες του Σταϊκόπουλου και ο πρώτος προμαχώνας καταλαμβάνεται. Με τον ίδιο τρόπο κυρίευσαν εφτά ντάπιες. Η όγδοη παραδόθηκε.
Το Παλαμήδι έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Στην πόλη έσπευσε από τα Δερβενάκια και ο Κολοκοτρώνης. Σύντομα παραδόθηκαν και τα άλλα δύο φρούρια, του Βαρουσίου και το Ιτς Καλέ.
Εκείνη την ημέρα τελέστηκε δοξολογία στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, που το βρήκαν μισοθαμμένο κάτω από πέτρες κοντά στο φρουραρχείο.
Στις 3 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι πασάδες του Ναυπλίου υπέγραψαν συνθήκη με 11 όρους, όπως είχε απαιτήσει ο Γέρος του Μοριά: οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη, χωρίς τα όπλα τους, μόνο «με δυο αλλαξιές ρούχα» και με ελληνικά καράβια πήγαν στη Μ. Ασία.
Το Ναύπλιο ήταν πια ελεύθερο και σύντομα θα γινόταν η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη της Αράχωβας

Φθινόπωρο 1826. Η Επανάσταση στην Ρούμελη κινδυνεύει. Το Μεσολόγγι έχει πέσει από τον Απρίλιο, η Αθήνα πολιορκείται, πολλές περιοχές έχουν περιέλθει στην κατοχή των Τούρκων.

Ο πρόεδρος της «Διοικητικής Επιτροπής» (κυβέρνησης) Ανδρέας Ζαΐμης έχει διορίσει από τον Ιούλιο του 1826 τον Γεώργιο Καραϊσκάκη αρχιστράτηγο της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Ο «γιος της καλογριάς» ανακουφίζει πρόσκαιρα τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη ενισχύοντάς τους με στρατιώτες και πολεμοφόδια και επικρατώντας σε μάχες στην περιοχή των Αθηνών.

Ξεκινά δε εκστρατεία στην Ρούμελη, ώστε από τη μία πλευρά να ανυψώσει το καταρρακωμένο ηθικό των Ελλήνων και από την άλλη πλευρά να προκαλέσει αντιπερισπασμό και να αποκόψει τους πολιορκητές του Κιουταχή από ενισχύσεις και ανεφοδιασμό.
Μετά μία σειρά περιορισμένων συγκρούσεων, όπως εκείνες στην Δομβραίνα και στην Αταλάντη, ο Καραϊσκάκης αποφασίζει να καταλάβει την Αράχωβα που είχε μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Με το ίδιο σκεπτικό, εναντίον της Αράχωβας κινείται ο Μουσταφάμπεης με 2.000 επίλεκτους στρατιώτες και 200 ιππείς.

Στις 18 Νοεμβρίου ελληνικό σώμα 500 αντρών περίπου καταφέρνει να φτάσει πρώτο στην περιοχή καταλαμβάνοντας ισχυρές θέσεις μέσα στην κωμόπολη, ενώ οι Τουρκαλβανοί που ακολούθησαν, οχυρώθηκαν στην ύπαιθρο έξω από την Αράχωβα.
Σύντομα έφτασε και ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός, οπότε οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Η κατάσταση έγινε ακόμη δυσμενέστερη για αυτούς, όταν οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευσαν κι εκείνοι ήταν εκτεθειμένοι στο χιόνι και το κρύο επάνω στο βουνό. Ενισχύσεις από άλλες τουρκικές φρουρές προς τον Μουσταφάμπεη δεν κατάφερναν να φθάσουν, αφού ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλα τα περάσματα.

Τις επόμενες ημέρες οι Τούρκοι ζήτησαν να συνθηκολογήσουν. Ο Καραϊσκάκης απαίτησε τότε να του παραδώσουν τα Σάλωνα και την Λιβαδειά και να κρατήσει ομήρους τους επικεφαλής μπέηδες (Μουσταφάμπεη και Κεχαγιάμπεη), πράγμα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Και οι επόμενες, όμως, διαπραγματεύσεις δεν καρποφόρησαν. Η μόνη λύση για τους εξαντλημένους Τούρκους έμοιαζε να είναι μια ηρωική έξοδος. Αποφασίστηκε για το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια συμπλοκών, που εξακολουθούσαν κανονικά, ο Μουσταφάμπεης τραυματίστηκε θανάσιμα. Τελικά η έξοδος επιχειρείται στις 24 Νοεμβρίου με διαταγή του Κεχαγιάμπεη. Αν και λόγω της σφοδρής χιονόπτωσης οι Τούρκοι δεν έγιναν αμέσως αντιληπτοί, όταν οι Έλληνες διαπίστωσαν τη φυγή τους, τους καταδίωξαν και ακολούθησε σφαγή. Πάντως, πολλοί στρατιώτες που κατάφεραν να γλυτώσουν από τη μάχη, έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες και τα κρυοπαγήματα.
Εκτιμάται ότι από τους 2.200 Τούρκους, 1.500 σκοτώθηκαν και περίπου 200 αιχμαλωτίστηκαν. Από το ελληνικό στρατόπεδο, νεκροί και τραυματίες δεν έφθασαν τους 20.

Η μάχη της Αράχωβας αποτέλεσε για τους Οθωμανούς τη δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή μετά εκείνη του Δράμαλη στα Δερβενάκια, γεγονός που αναπτέρωσε το φρόνημα των Ελλήνων. Δυστυχώς όμως δεν ήταν αρκετή για να λύσει την πολιορκία της Ακροπόλεως, η οποία συνεχίστηκε για έξι μήνες ακόμη, στοιχίζοντας τη ζωή και του ίδιου του Καραϊσκάκη, πριν τελικά παραδοθεί η πόλη των Αθηνών.

 

Χρονολόγιο 1821

Τοπικά Πολιτεύματα στην επαναστατημένη Ελλάδα

Αμέσως μετά την Εθνεγερσία προέκυψε η ανάγκη για την συγκρότηση διοίκησης στις επαναστατημένες περιοχές.

Αρχικά σχηματίστηκαν διευθυντήρια, στη συνέχεια εφορίες ή δημογεροντίες με βασικό στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων πολεμοφοδίων, τροφίμων κλπ για τους πολεμιστές.

Σύντομα όμως συστάθηκαν οργανισμοί που εμπεριείχαν τα πρώτα στοιχεία ατομικών ελευθεριών και αυτοδιάθεσης των πολιτών πάντα βέβαια με χαρακτήρα τοπικό.

Μετά την ίδρυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας (26 Μαΐου 1821) από τη Συνέλευση στη Μονή Καλτεζών, τον Νοέμβριο του 1821 συγκροτούνται στην Στερεά Ελλάδα δύο τοπικά κυβερνητικά σώματα, ένα για τη Δυτική και ένα για την Ανατολική Στερεά, καθένα με δικό του αυτόνομο Οργανισμό.

Στο διάστημα 4 έως 9 Νοεμβρίου στο Μεσολόγγι λαμβάνει χώρα Συνέλευση με 30 εκπροσώπους, η οποία συστήνει δεκαμελή κυβέρνηση, την Γερουσία και ψηφίζει τον Οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος.

Χαρακτηριστικό του Οργανισμού, που συντάχτηκε από τον Αλ. Μαυροκορδάτο, είναι ότι η διοίκηση που συστήνεται είναι προσωρινή, γι’ αυτό και οι πράξεις της Γερουσίας έφεραν όλες επικεφαλίδα «Διοίκηση Προσωρινή». Προβλέπει δε ίδρυση Εθνικής Βουλής, στην οποία η τοπική Γερουσία λογοδοτεί.

Πρόεδρος της Γερουσίας εκλέχθηκε ο Φαναριώτης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Γραμματέας ο Νικόλαος Λουριώτης.

Λίγες μέρες μετά στις 15 Νοεμβρίου συγκεντρώνονται στα Σάλωνα 73 πληρεξούσιοι από τις επαρχίες κυρίως της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, αλλά και της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας καθώς και από το εξωτερικό- κυρίως Έλληνες μορφωμένοι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια-, οι οποίοι ολοκληρώνουν τις εργασίες τους πέντε μέρες μετά, παραδίδοντας τον σπουδαιότερο Οργανισμό από τα τοπικά πολιτεύματα: την Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.

Ο Οργανισμός αυτός, που συντάχθηκε κατά κύριο λόγο από τον Φαναριώτη, Θεόδωρο Νέγρη, απαριθμεί τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων, αλλά και τις υποχρεώσεις αυτών. Προβλέπει Εθνική Βουλή για κεντρική διοίκηση, ένα δωδεκαμελές κυβερνητικό σώμα, τον Άρειο Πάγο με νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και την διοίκηση των επαρχιών αυτής σε μία τρόπον τινά ομοσπονδιακή βάση.

Πρόεδρος του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου εκλέχθηκε ο Θεόδωρος Νέγρης και του δικαστικού τμήματος ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος.

Το ελληνικό έθνος οργανώθηκε σε ενιαίο νομικό πρόσωπο για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια την 1η Ιανουαρίου 1822 με το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος», που ψηφίστηκε από την Α‘ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.

Όλα τα τοπικά πολιτεύματα καταργήθηκαν με την απόφαση της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος την 29η Μαρτίου 1823.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου

Η 20ή Οκτωβρίου 1827 ήταν η ημέρα που ο συμμαχικός στόλος συνέτριψε τον τουρκοαιγυπτιακό κάνοντας πράξη τις αποφάσεις της Συνθήκης του Λονδίνου (6/7/1827) για αυτονόμηση της Ελλάδας.

Ο αντιναύαρχος Κόδριγκτον, επικεφαλής του αγγλικού στόλου και διοικητής ολόκληρης της συμμαχικής δύναμης, ο υποναύαρχος Δεριγνύ, επικεφαλής του γαλλικού στόλου και ο υποναύαρχος Χέυδεν επικεφαλής του ρωσικού στόλου, διαπιστώνοντας ότι η Υψηλή Πύλη δεν είχε σκοπό να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός και ίδρυση ελληνικού κράτους, κατέπλευσαν στην Πελοπόννησο με 27 πλοία, προκειμένου να πιέσουν τον Ιμπραήμ πασά να παύσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις καταστροφές και τους εξανδραποδισμούς.

Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, υπό τους Ταχίρ Πασά, Μουχαρέμ Μπέη και Καπετάν Μπέη, συγκροτείτο από 89 πολεμικά και 41 μεταγωγικά και ήταν προσορμισμένος στον κόλπο του Ναυαρίνου, τη σημερινή Πύλο.

Ο Κόδριγκτον απέστειλε λέμβο με λευκή σημαία για να υπάρξουν συνεννοήσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Ωστόσο, αντί απάντησης, οι Αιγύπτιοι άρχισαν τους πυροβολισμούς και σκότωσαν τους απεσταλμένους. Παράλληλα άνοιξαν πυρ κατά της γαλλικής ναυαρχίδας και σύντομα η σύρραξη γενικεύτηκε.

Παρά την αριθμητική υπεροχή του εχθρικού στόλου και την υποστήριξη που είχε από τα κανονιοστάσια του Παλαιοκάστρου και του Νιόκαστρου, γρήγορα η πλάστιγγα έκλινε υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων. Ως τις 6 το απόγευμα, 60 εχθρικά πλοία είχαν καταστραφεί, ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν 6.000 νεκρούς περίπου και 4.000 τραυματίες. Οι σύμμαχοι δεν έχασαν κανένα πλοίο, ενώ είχαν συνολικά λιγότερους από 200 νεκρούς και περίπου 500 τραυματίες. Η ανακωχή υπογράφηκε πάνω στην αγγλική ναυαρχίδα «Ασία».

Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο κατέφερε σημαντικό πλήγμα στο οθωμανικό κράτος, έδωσε ανάσα ζωής στην Ελληνική Επανάσταση που κινδύνευε να καταπνιγεί μετά θυσίες και αγώνες 6 ετών και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η υποδοχή της είδησης της νίκης στο Ναυαρίνο από τις ευρωπα·ι·κές πρωτεύουσες. Αν και η κοινή γνώμη παντού είχε ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ των Ελλήνων, η κυβέρνηση του Μέττερνιχ στην Αυστρία, πιστή στην πολιτική της, χαρακτήρισε το Ναυαρίνο «αρχή της βασιλείας του χάους». Το παράδοξο όμως ήταν η στάση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία κράτησε αποστάσεις από το γεγονός, καθώς η δράση του Κόδριγκτον θεωρήθηκε από πολλούς ακραία, ενώ τα συμβάντα χαρακτηρίστηκαν ακόμα και «ατυχή».

 

Χρονολόγιο 1821

Η Άλωση της Τριπολιτσάς

Η Τρίπολη αποτελούσε οικονομικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και έδρα του Τούρκου διοικητή.

Από πολύ νωρίς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί την στρατηγική της σημασία και είχε εκπονήσει σχέδιο για την κατάληψή της.

Τον Απρίλιο του 1821 οι επαναστάτες σταδιακά απέκοψαν τις επικοινωνίες και τον εφοδιασμό της Τριπολιτσάς και τον Μάιο με τις νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά δρομολόγησαν την επιτυχία του εγχειρήματος.

 

Μέσα στην Τριπολιτσά ζούσαν 30-35 χιλιάδες κάτοικοι, Τούρκοι, Αλβανοί, ελάχιστοι Εβραίοι και λίγοι Χριστιανοί – καθώς οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη με τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Ο οθωμανικός στρατός αριθμούσε περίπου 10 χιλιάδες άνδρες υπό τις διαταγές του κεχαγιάμπεη Μουσταφά (υπασπιστή του Διοικητή του Μοριά, Χουρσίτ πασά που εξεστράτευε κατά του Αλή πασά) και του τοποτηρητή (καϊμακάμη) Μεχμέτ Σαλήχ.

Από τον Απρίλιο ήδη, οι τουρκικές αρχές είχαν αιχμαλωτίσει και στη συνέχεια βασανίσει τους Έλληνες αρχιερείς και προεστούς της πόλης (αρκετοί εξ αυτών στη συνέχεια απέθαναν), ενώ θανάτωσαν 18 σωματοφύλακές τους.

 

Έως τον Αύγουστο και καθώς ο κλοιός γύρω από την πόλη έσφιγγε, τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί και επιδημίες είχαν κάνει την εμφάνισή τους.

 

Έξω από τα τείχη οι πολιορκητές έφθαναν περίπου τις 10 χιλιάδες.

 

Στις 10 Αυγούστου 3 χιλιάδες Οθωμανοί, πεζικό και ιππείς, βγήκαν από τα τείχη για επίθεση κατά ελληνικού σώματος και αναζήτηση τροφής λεηλατώντας τα γύρω χωριά. Ακολούθησε όμως η μάχη στην Γράνα, στο πολεμικό χαράκωμα που άνοιξαν οι Έλληνες έξω από τα τείχη και με βαριές απώλειες κατάφεραν να επιστρέψουν στην πόλη.

 

Στις 18 Αυγούστου ο Μουσταφάμπεης στέλνει το ιππικό προκειμένου να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων, αλλά υφίσταται μεγάλες απώλειες και αποτυγχάνει. Υπήρξαν τότε κάποιες συζητήσεις για υπό όρους παράδοση, ωστόσο δεν τελεσφόρησαν.

Υπήρξε ωστόσο συμφωνία με τους Αλβανούς, διότι αφενός θα αποδυναμώνονταν οι πολιορκημένοι και αφετέρου, εκείνη την εποχή οι Έλληνες ήταν πιο φιλικά διακείμενοι έναντι των Αλβανών, αφού θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά, που πολεμούσε επίσης το οθωμανικό κράτος.

 

Κατά την έξοδο των Αλβανών υπήρξε κινητικότητα σε ολόκληρη την πόλη και φάνηκε ότι το κανονιοστάσιο προς την πύλη του Ναυπλίου έμεινε αφρούρητο.

 

Τότε, το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου, η ομάδα του Μανώλη Δούνια (άλλες πηγές, όπως ο Σπ. Τρικούπης, μνημονεύουν τον Παναγιώτη Κεφάλα) αναρριχάται στον προμαχώνα της «Πόρτας τ’ Αναπλιού», εξουδετερώνει τη φρουρά, ανοίγει την πύλη και οι Έλληνες εισέρχονται στην πόλη. Ακολούθησαν σκληρές οδομαχίες και φονεύθηκαν μέχρι 300 Έλληνες για να καταληφθεί η Τριπολιτσά.

Δυστυχώς όμως η μανία και η αγανάκτηση των πολιορκητών για τα 400 χρόνια οθωμανικού ζυγού, τους έσπρωξε σε έργα «καταστροφής, πυρκαγιάς, λεηλασίας και αίματος» στιγματίζοντας την μεγάλη τους νίκη.

Έως τις 26 Σεπτεμβρίου που έσβησε και η τελευταία εστία αντίστασης, θανατώθηκαν περισσότεροι από 25 χιλιάδες κάτοικοι και 8 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν (κατά τον Σπ. Τρικούπη 10 χιλιάδες θανατώθηκαν και οι υπόλοιποι πλην ελαχίστων αιχμαλωτίστηκαν -μεταξύ των οποίων ο κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης, πολλοί πασάδες και οι γυναίκες τους).

 

Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς ήταν η μεγαλύτερη έως τότε στρατιωτική επιτυχία, αποτέλεσε κλειδί για την εδραίωση της Επανάστασης και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη της Πέτρας

Στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 δόθηκε η τελευταία μάχη της Επανάστασης και η μοναδική που έληξε με συνθηκολόγηση των Οθωμανών. Επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μία αξιοσημείωτη συγκυρία καθώς την έναρξη του Αγώνα είχε κηρύξει ο αδελφός του Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Μολδαβίας το Φεβρουάριο του 1821.

Οι Έλληνες ήταν περίπου 3.000 – για πρώτη φορά τακτικός στρατός- και αφού κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα με δυο γραμμές άμυνας στα στενά της Πέτρας, δίπλα στην (τότε) λίμνη της Κωπαΐδας, ανέμεναν τον τουρκικό στρατό, περίπου 7.000 άνδρες πεζικό, ιππικό και πυροβολικό, ο οποίος ερχόταν από την Αθήνα με κατεύθυνση την βόρεια Ελλάδα.

Την περίοδο αυτή η ελληνική πλευρά προσπαθούσε να κυριαρχήσει σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο κομμάτι της πατρώας γης, προκειμένου να έχει ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη η υπό σύσταση χώρα μας με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια στις συζητήσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την χάραξη των συνόρων. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι, έχοντας εμπλακεί σε πόλεμο με την ρωσική αυτοκρατορία, προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν στρατιωτικές δυνάμεις στο ρωσοτουρκικό μέτωπο διατηρώντας βέβαια στρατηγικές περιοχές στην ελληνική χερσόνησο.

Όταν τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Ασλάν Μπέη Μουχουρδάρη επιτέθηκαν κατά των ελληνικών θέσεων στην Πέτρα, η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Οι Έλληνες, όχι μόνο απέκρουσαν την έφοδο αλλά επικράτησαν ολοκληρωτικά. Σε διάστημα δύο ωρών οι τουρκικές απώλειες έφτασαν τους 100 νεκρούς, ενώ από τους Έλληνες σκοτώθηκαν 3 και τραυματίστηκαν 12 στρατιώτες.

Καθώς οι Τούρκοι πιέζονταν να φθάσουν στη Θράκη, αφού ο ρωσικός στρατός προέλαυνε κι είχε φθάσει 70 χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη, ο Ασλάν Μπέης ζήτησε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες. Τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου υπογράφηκε Συνθήκη, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες άφηναν μεν τον εχθρό να περάσει απρόσκοπτα από την Πέτρα, οι Τούρκοι όμως παραχωρούσαν ολόκληρη την ανατολική Στερεά Ελλάδα πλην της Αθήνας και της Χαλκίδας!

Ειρωνεία της τύχης: κανένα από τα δύο μέρη που συνθηκολόγησαν δεν γνώριζαν ότι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε ήδη τελειώσει και ότι την ίδια μέρα 14 Σεπτεμβρίου υπογραφόταν η συνθήκη της Αδριανούπολης μεταξύ Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο ηττημένος Σουλτάνος μεταξύ άλλων υποσχέθηκε αυτονομία για την Ελλάδα!

 

Χρονολόγιο 1821

Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης

Όταν η είδηση για την κήρυξη της Επανάστασης έφτασε στην Σαμοθράκη, οι νησιώτες αποφάσισαν να ακολουθήσουν. Τον Απρίλιο του 1821 δήλωσαν στον Τούρκο διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον».

Οι επόμενοι μήνες μέχρι και τον Αύγουστο κύλησαν ομαλά, καθώς η Υψηλή Πύλη είχε άλλες προτεραιότητες. Όμως, την 1η Σεπτεμβρίου, την «πρωτοσταυρινιά» κατά τους ντόπιους, ο υποναύαρχος του τουρκικού στόλου Καρά Αλής φθάνει στη Σαμοθράκη με 1.000 (κατ’ άλλες πληροφορίες 2.000) στρατιώτες για να καταστείλει την ανταρσία.

Οι επόμενες 6-8 εβδομάδες ήταν καταστροφικές. Ολόκληρα χωριά λεηλατήθηκαν, εκκλησίες και μοναστήρια παραδόθηκαν στις φλόγες. Χιλιάδες άνδρες αποκεφαλίστηκαν. Γύρω στις 2.000 ήταν τα άμεσα θύματα των σφαγών, ενώ 1.800-2.000 άτομα πωλήθηκαν ως σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. Αρκετοί απ’ αυτούς, εξαγοράστηκαν από τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης και σταδιακά επέστρεψαν στο νησί.

Μόλις 25-30 οικογένειες επέζησαν από το «χαλασμό», ενώ περίπου 500 Σαμοθρακίτες κατάφεραν να διαφύγουν μέσω θαλάσσης ή να διασωθούν με άλλους τρόπους.

Το 1830, με φιρμάνι του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ απελευθερώθηκαν Έλληνες που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την Επανάσταση, οπότε αρκετοί κάτοικοι γύρισαν στο νησί.

Ωστόσο η Σαμοθράκη αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό πολλά χρόνια αργότερα· στις 19 Οκτωβρίου 1912 κατέπλευσε ο ελληνικός στόλος και «αποβιβάσας άγημα υπό του σημαιοφόρου Παναγιώτου κατέλαβεν ταύτην».

Το 1980 η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τη Σαμοθράκη αναγνωρίζοντας το Ολοκαύτωμα που υπέστη κατά τους Αγώνες της Εθνεγερσίας.

 

Χρονολόγιο 1821

Ναυμαχία του Γέροντα

Σαν σήμερα, 29 Αυγούστου 1824, έλαβε χώρα η σημαντικότατη ναυμαχία που έδωσε ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη εναντίον του πανίσχυρου ενωμένου τουρκο – αιγυπτιακού στόλου στη θάλασσα του Γέροντα ανάμεσα στα μικρασιατικά παράλια και τα νησιά Λέρος, Λειψοί και Κάλυμνος.

 

Οι Έλληνες διέθεταν 70 πλοία (μικρά εμπορικά πλοία, που είχαν μετατραπεί σε πολεμικά και πυρπολικά), εξοπλισμένα με 850 πυροβόλα και δύναμη 5.000 ανδρών.

 

Στην απέναντι πλευρά, ο ενωμένος τουρκο – αιγυπτιακός στόλος αριθμούσε έως 50.000 άνδρες (Κ. Παπαρρηγόπουλος) υπό τη γενική αρχηγία του Αιγύπτιου Ιμπραήμ πασά και διέθετε 100 πολεμικά πλοία εξοπλισμένα με 2.500 πυροβόλα καθώς και 400 μεταγωγικά πλοία.

 

Ο εχθρικός στόλος υπερτερούσε τεχνολογικά και αριθμητικά και προσωρινά φάνηκε να έχει και την τύχη με το μέρος του, καθώς το πρωί της 29ης Αυγούστου η νηνεμία στον κόλπο του Γέροντα φαινόταν να εγκλωβίζει τα ελληνικά πλοία που έπλευσαν προς τα εκεί, για να αποφύγουν κυκλωτική κίνηση των Οθωμανών.

 

Ωστόσο, ο ιδιοφυής ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης ρυμουλκεί με βάρκες τα ελληνικά πλοία έξω από τον κόλπο, για να βρουν ευνοϊκό άνεμο και, ταυτόχρονα, στέλνει τον Παπανικολή με το πυρπολικό του να καλύψει τον ελιγμό του. Έτσι, τα ελληνικά πλοία βγαίνουν από το στενό του Γέροντα και, συνεπικουρούμενα από την αλλαγή του ανέμου μετά το μεσημέρι, διεισδύουν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα όλα τα πλοία να μάχονται ανακατεμένα.

 

Το πλεονέκτημα για μάχη εκ παρατάξεως χάθηκε για τους Οθωμανούς.

Τα πυρπολικά ανέλαβαν δράση: ο Λάζαρος Μουσσούς ανατινάζει αιγυπτιακό μπρίκι και στη συνέχεια οι Γ. Θεοχάρης ή «Παπαντώνης» και Κ. Βατικιώτης πυρπολούν τυνησιακή φρεγάτα με 44 κανόνια που ανεφλέγη οδηγώντας στο θάνατο 1.100 άνδρες.

 

Ο εχθρικός στόλος σε σύγχυση στρέφεται προς τα νότια και αποχωρεί από τη ναυμαχία. Καταδιωκόμενος δε ως την Κω, βρίσκει καταφύγιο στους εκεί κολπίσκους.

 

Η νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία του Γέροντα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα στην παγκόσμια ναυτική ιστορία.

 

Σε συνδυασμό με τις ναυτικές επιχειρήσεις μια εβδομάδα αργότερα, επέτυχε τη σωτηρία της Σάμου, την οποία εποφθαλμιούσαν οι Οθωμανοί. Επίσης επέτυχε τη διάσπαση του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου και ο μεν σουλτανικός επέστρεψε στα Δαρδανέλλια, ο δε αιγυπτιακός έπλευσε νότια, καταναυμαχήθηκε και πάλι και τελικά ο Ιμπραήμ καθυστέρησε σημαντικά να πραγματοποιήσει την εκστρατεία στην Πελοπόννησο.

 

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στα Βασιλικά

Με τις μάχες στο Χάνι της Γραβιάς και τα Βρυσάκια της Ευβοίας αλλά και τον κλεφτοπόλεμο που αντιμετώπιζαν γενικότερα, τα οθωμανικά στρατεύματα του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη καθηλώθηκαν στην Ανατολική Στερεά, περιμένοντας ενισχύσεις.

Τον Αύγουστο του 1821, η Πύλη στέλνει τον Μπεϊράν πασά με 8.000 στρατό, πλήθος βοϊδάμαξες, καμήλες και άλλα φορτηγά ζώα με πολεμοφόδια και τροφές, ο οποίος στρατοπεδεύει στο Ζητούνι (Λαμία), καθώς επίσης και τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη με 4.000 άνδρες που στρατοπεδεύει στον Δομοκό.

Ο Γιάννης Ξύκης ή Δυοβουνιώτης, εμπειροπόλεμος αρματολός της Ρούμελης, συγκεντρώνει τους οπλαρχηγούς της περιοχής και καταστρώνει σχέδιο για την αντιμετώπιση των Τούρκων στον δρόμο των Βασιλικών, από όπου εκτιμούσε ότι θα περνούσαν.

Όντως, στις 26 Αυγούστου το πρωί, ο Μπεϊράν πασάς ξεκινά με 4.000-5.000 άνδρες, ιππείς, πεζούς και πυροβολικό, αφήνει άμαξες και ζώα στον Πλατανιά, και ακολουθεί τον αμαξιτό δημόσιο δρόμο, ο οποίος διέσχιζε δασώδη κοιλάδα που στένευε στα Βασιλικά και οδηγούσε στην Ελάτεια.

Οι Έλληνες, οι οποίοι δεν αριθμούσαν ούτε 2.000, περίμεναν κρυμμένοι μέσα στο δάσος: ένα τμήμα στην είσοδο των στενών, άλλα τμήματα στις ράχες εκατέρωθεν της στενωπού και το ισχυρότερο τμήμα στην έξοδο του στενού.
Όταν οι Τούρκοι προχώρησαν αρκετά μέσα στο δάσος, η μάχη ξεκίνησε σφοδρή. Η τοποθεσία δεν επέτρεπε να αναπτυχθεί το πολυπληθές τουρκικό πεζικό, αλλά ούτε και να δράσει το ιππικό.

Οι επαναστάτες, με κατάλληλους ελιγμούς και αξιοσημείωτα αποτελεσματική συνεργασία (για επαναστατικά άτακτα τμήματα), έφεραν τους Οθωμανούς να βάλλονται από όλες τις πλευρές.

Σύντομα, οι Τούρκοι έχασαν την συνοχή τους και κλονίστηκαν.

Ο Μπεϊράν διέταξε γενική υποχώρηση. Ήταν, όμως, πολύ αργά. Οι άνδρες του πανικόβλητοι είχαν τραπεί σε φυγή και οι Έλληνες τους καταδίωκαν, αποδεκατίζοντάς τους.

Οι απώλειες των Τούρκων στα Βασιλικά ήταν πολύ μεγάλες. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 700 άνδρες, 1.500 τραυματίστηκαν και 220 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Μεταξύ των φονευθέντων ήταν ο γιος του Μπεϊράν πασά, ο στρατηγός Μεμίς πασάς και πολλοί μπέηδες.

Πολλά δε λάφυρα, κανόνια, σημαίες, άμαξες, σκηνές, πολεμοφόδια και άλογα πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων.

Από την ελληνική πλευρά ήταν περίπου 50 οι νεκροί και τραυματίες.

Στα Βασιλικά, σημειώθηκε τεράστια ελληνική επιτυχία, καθώς οι επαναστάτες συνέτριψαν επίλεκτη τουρκική δύναμη μικρασιατικής προέλευσης, αναχαίτισαν την εκστρατεία των Οθωμανών και απέτρεψαν την προέλασή τους προς την Πελοπόννησο.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στο Κεφαλόβρυσο και ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Στα μέσα του 1823, οι Οθωμανοί έκαναν νέα εκστρατεία με σκοπό να ξεκαθαρίσουν τη Δυτική Στερεά από επαναστατικές εστίες και να καταλάβουν την πόλη του Μεσολογγίου. Δύο ασκέρια, περίπου 20.000 άνδρες, υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόδρας (πόλης της ΒΔ Αλβανίας) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Ο Μουσταής Πασάς είχε διαταγές να περάσει μέσα από τα Άγραφα και τις άλλες ορεινές επαρχίες, για να υποτάξει τους ορεινούς Έλληνες, τους οποίους θεωρούσαν ως πιο μάχιμους, ενώ έπρεπε και να καταστρέψει όλους όσους έδιναν καταφύγιο στους Έλληνες κατοίκους των πεδινών επαρχιών της δυτικής Στερεάς.

Την ίδια στιγμή, στο ελληνικό στρατόπεδο λόγω ερίδων και αντιζηλιών η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε απονείμει το αξίωμα του στρατηγού στο Μάρκο Μπότσαρη, γεγονός που είχε δυσαρεστήσει τους οπλαρχηγούς της περιοχής.
Τότε ο Μπότσαρης «οργήν πνέων, έσχισεν, ενώπιον πολλών οπλαρχηγών τό δίπλωμά του ειπών, “όποιος είναι άξιος λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον έμπροσθεν τού εχθρού”. Ταύτα είπε, καί τήν επαύριον εξεστράτευσε μετά τών περί αυτόν» (Σπ.Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως).

Ο Μουσταής, εισήλθε στην Ευρυτανία από τα “Παλούκια” της Τατάρνας και πυρπολώντας χωριά και μοναστήρια κατευθύνθηκε προς το Καρπενήσι.
Την 5η Αυγούστου καταφθάνει η προφυλακή των εχθρών περίπου 5.000 Τουρκαλβανοί υπό τον Τζελαλεντίν Μπέη και στρατοπεδεύει στο Κεφαλόβρυσο.

Ο Μάρκος Μπότσαρης, αποφάσισε να χτυπήσει τον Μουσταή αιφνιδιαστικά στο Καρπενήσι, πριν προλάβει να κινηθεί σε άλλη περιοχή και να σκοτώσει τους αρχηγούς, ώστε το ακέφαλο πλέον εχθρικό ασκέρι να αναγκαζόταν να επιστρέψει στον τόπο του.
Εφοδιάστηκε με πυρομαχικά και έχοντας μαζί του 1.200 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 400 περίπου ήταν Σουλιώτες, φτάνει στο Μικρό Χωριό.

Στις 7 Αυγούστου στέλνει τους έμπιστούς του, Τούσια Μπότσαρη, Θανάση Κουτσονίκα και Γιάννη Μπαϊρακτάρη , στο στρατόπεδο των Τουρκαλβανών για αναγνώριση. Το επόμενο βράδυ της 8ης προς 9η Αυγούστου του 1823, πέντε ώρες μετά τη δύση του ήλιου, ο Μάρκος Μπότσαρης με 350 μπαρουτοκαπνισμένους Σουλιώτες, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, εισβάλλουν στο στρατόπεδο στο Κεφαλόβρυσο. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας με οκτακόσιους άνδρες περιμένει τους Τούρκους στα Πλατάνια, για να τους εμποδίσει να τρέξουν σε βοήθεια των άλλων στο Κεφαλόβρυσο.

Καθώς το ένδυμα, η οπλοφορία, και η διάλεκτος των Αλβανών δεν διέφερε από των Σουλιωτών, οι άνδρες του Μπότσαρη έφθασαν στο κέντρο του στρατοπέδου, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι περισσότεροι Τουρκαλβανοί κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι ήταν αμέριμνοι, αφού δεν διανοούνταν ότι οι Έλληνες θα τολμούσαν να επιχειρήσουν εναντίον τους. Όταν ο Μπότσαρης έδωσε το σύνθημα, οι Σουλιώτες ξεκίνησαν ανηλεή επίθεση.

Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους Οθωμανούς. Οι απώλειές τους είναι μεγάλες.
Ο Μπότσαρης τραυματίζεται, αλλά πιστός στο σχέδιό του, αναζητά τους Πασάδες για να τους εξοντώσει. Λίγες στιγμές μετά, καθώς υψώνει το κεφάλι του πάνω από έναν μαντρότοιχο, δέχεται ένα θανατηφόρο βόλι πάνω από το δεξί του μάτι.
Ο Τούσιας Μπότσαρης, εξάδελφος του Μάρκου, βλέποντάς τον πεσμένο στο χώμα, τον σκεπάζει με την κάπα του, τον αρπάζει στον ώμο του και γρήγορα εγκαταλείπει το διαλυμένο πλέον στρατόπεδο. Σε λίγο ξημερώνει και το σύνθημα της αποχώρησης σηματοδοτεί το τέλος της μάχης. Οι 800 που θα επιτίθεντο στη θέση Πλατάνια, είχαν υποχωρήσει μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών.

Στη μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ίσως τη σημαντικότερη του 1823, με χαρακτηριστικά των σύγχρονων καταδρομών, οι Έλληνες κατάφεραν μεγάλο πλήγμα στον εχθρό: χίλιοι περίπου νεκροί και τραυματίες, πολλοί που σκόρπισαν από τον τρόμο τους και δεν επέστρεψαν και κλονισμένο ηθικό για το υπόλοιπο στράτευμα.
Η ελληνική πλευρά είχε 36 φονευθέντες και 20 τραυματίες σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Αγώνας, όμως έχασε έναν ικανό στρατηγό, έναν τίμιο και γενναίο πολεμιστή, που παραμέρισε προσωπικές διαφορές, για να συμβάλει στην επιβίωση της Επανάστασης και που είχε ακόμη να προσφέρει πολλά.

 

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη των Δερβενακίων

Τον Ιούλιο του 1822 ο Μαχμούτ Πασάς της Λάρισας εκστρατεύει επικεφαλής 30.000 αντρών με σκοπό να ανακαταλάβει την Τριπολιτσά και να καταπνίξει την Επανάσταση στο Μοριά.

Ο Μαχμούτ πασάς, γνωστός ως Δράμαλης λόγω της καταγωγής του από τη Δράμα της Μακεδονίας, προελαύνει χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση, καθώς «οι άκαιρες έριδες της κεντρικής κυβέρνησης με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο αφήκαν την Ανατολική Ελλάδα άνευ υπερασπίσεως» (Τζορτζ Φίνλεΐ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως).

Στρατοπεδεύει στην Κόρινθο στις 6 Ιουλίου και στις 8 Ιουλίου καταλαμβάνει αμαχητί τον Ακροκόρινθο.

Παρά τις συμβουλές των τοπικών πασάδων, της Πάτρας και του Άργους, ο Δράμαλης με όλο το στρατό κινείται προς την Αργολίδα.

Μεγάλη σύγχυση επικρατεί στους Έλληνες, ενώ Κυβέρνηση και βουλευτές αναχωρούν τη νύχτα της 5ης Ιουλίου από το Άργος για τους Μύλους και εκεί επιβιβάζονται σε υδραίικα πλοία, έτσι ώστε να μπορέσουν να φύγουν «για να σώσουν τα αρχεία». (Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της Ελλ. Επαναστάσεως).

 

Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει να οργανώσει την άμυνα απέναντι στο Δράμαλη. Συνεργαζόμενος με την Πελοποννησιακή Γερουσία εκδίδει διαταγή για επιστράτευση όλων των αντρών ηλικίας 18 έως 60 ετών παίρνοντας ταυτόχρονα αυστηρά μέτρα κατά της λιποταξίας. Φροντίζει για την αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων και εμψυχώνει τους κατοίκους. Το σχέδιο του είναι να απομονώσει το Δράμαλη στην Αργολίδα, αποκόπτοντας τον από τη δυνατότητα ανεφοδιασμού και φθείροντας τις δυνάμεις του, αφενός «απασχολώντας» τους Οθωμανούς στην πολιορκία του παλαιού κάστρου του Άργους, αφετέρου εφαρμόζοντας την τακτική της «καμμένης γης».

 

Έως τις 23 Ιουλίου, οπότε και οι τελευταίοι Έλληνες υπερασπιστές του κάστρου εγκατέλειψαν το Άργος, ο Δράμαλης παρέμενε εγκλωβισμένος στην περιοχή σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο και εξαντλώντας τα αποθέματα τροφίμων. Καθώς ο τουρκικός στόλος δεν είχε φθάσει στον Αργολικό κόλπο και οι δρόμοι εφοδιασμού από βορρά είχαν αποκοπεί από επαναστατικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα, η μόνη διέξοδος για τον Δράμαλη ήταν η επιστροφή στην Κόρινθο.

Τέσσερις δρόμοι οδηγούσαν στην Κόρινθο: του Αγίου Γεωργίου, του Δερβενακίου, του Αγίου Σώστη και του Αγιονορίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε 2.500 άνδρες στη διάθεσή του, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του επαναστατικού στρατού, που δεν συμμεριζόταν την άποψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για τις επικείμενες κινήσεις των Τούρκων, είχε μείνει στους Μύλους για το ενδεχόμενο ότι ο Δράμαλης θα προχωρούσε κατά της Τριπολιτσάς.

 

Ο Γέρος του Μοριά κατένειμε τους αγωνιστές σε καίριες θέσεις στο πέρασμα του Δερβενακίου, ενώ για να ελέγξει το δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο τοποθέτησε 150 άνδρες στο χωριό Ζαχαριά και με «κλέφτικο» τέχνασμα δημιούργησε την εντύπωση μεγάλου συγκεντρωμένου στρατεύματος στην πλαγιά (που στην πραγματικότητα ήταν ζώα, κάπες, φέσια και σημαίες). Παράλληλα ζήτησε ενισχύσεις.

Το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη (Αλβανοί ιππείς) έφθασε στη θέση Παλιόχανο, αλλά ο Κολοκοτρώνης διέταξε επίθεση αφού έφθασε και το κύριο σώμα του εχθρού. Τούρκοι και Αλβανοί, αν και ήταν περισσότεροι, μη γνωρίζοντας τον αριθμό των επαναστατών ούτε την περιοχή, όταν δέχτηκαν τα πυρά των κρυμμένων Ελλήνων, πανικοβλήθηκαν και αναζητούσαν διέξοδο. Το σώμα του Αντώνη Κολοκοτρώνη μετακινήθηκε για να εμποδίσει τη διαφυγή τους προς την πεδιάδα της Κουρτέσας και πλευροκοπώντας τους, τους έστρεφε προς το Μοναστήρι του Αγίου Σώστη. Εκεί έσπευσε ο Νικηταράς, που απάντησε στο κάλεσμα για ενισχύσεις, έχοντας μαζί του τον Παπαφλέσσα και τον Υψηλάντη, οπότε πλέον αποκλείστηκαν όλες οι γύρω διαβάσεις.

Η μάχη κράτησε μέχρι τη νύχτα και προξένησε βαριές απώλειες για τους Τούρκους που άφησαν στα στενά των Δερβενακίων 2.500 – 3.000 νεκρούς και τραυματίες και πάρα πολλά λάφυρα (οι ελληνικές απώλειες ήταν πολύ μικρές).

Ωστόσο αρκετοί στρατιώτες κατάφεραν να διαφύγουν προς στην Κόρινθο, ενώ μέρος της στρατιάς γύρισε πίσω στο Άργος. Δυο ημέρες μετά ο Δράμαλης αποφάσισε να πάρει το δρόμο του Αγιονορίου, έπεσε όμως σε νέα ενέδρα του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα. Επαναλήφθηκαν σκηνές των προηγούμενων ημερών και τουλάχιστον άλλοι 600 Τούρκοι έπεσαν νεκροί. Ο Δράμαλης μόλις διασώθηκε. Τα απομεινάρια της στρατιάς του έφτασαν τελικά στην Κόρινθο χωρίς ηθικό, για να δοκιμαστούν και πάλι από τον αποκλεισμό της πόλης από τον Κολοκοτρώνη, την πείνα και τις ασθένειες.

 

Το λαμπρό εκστρατευτικό σώμα, που προκαλούσε τον τρόμο στο πέρασμά του, είχε αποδεκατιστεί: χάθηκαν το ένα πέμπτο της αρχικής του δύναμης σε άνδρες, το μεγαλύτερο μέρος των πολεμικών ίππων και των υποζυγίων και άφθονο πολεμικό υλικό. Τρεις μήνες μετά ο Δράμαλης πέθανε (από στενοχώρια ή τύφο) και οι διάδοχοί του αποχώρησαν από το Μοριά.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τη διορατικότητά του και τη στρατηγική του ιδιοφυία είχε σώσει την Επανάσταση και θριαμβευτικά ανακηρύχθηκε Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου. Αλλοίμονο, όμως, η επιτυχία δεν συσπείρωσε τους Έλληνες. Αντίθετα, τροφοδότησε το φθόνο και τις εμφύλιες έριδες.

 

Χρονολόγιο 1821

Το Τίμημα της Κύπρου

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 ο Σουλτάνος κήρυξε ολόκληρη την επικράτεια σε κατάσταση πολιορκίας. Στην Κύπρο ο τοπικός διοικητής, Κιουτσούκ Μεχμέτ, διέταξε αφοπλισμό, γεγονός που πραγματοποιήθηκε χωρίς αντίσταση.

Παρόλα αυτά το Μάιο γίνονται διωγμοί με το πρόσχημα έρευνας για όπλα και αργότερα έρχονται στο νησί στρατιωτικές ενισχύσεις περίπου 4.000 αντρών.

 

Στις 9 Ιουλίου, μια από τις τραγικότερες ημέρες στην ιστορία της Κύπρου, απαγχονίζεται ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μπροστά στο σεράγιο της Λευκωσίας, για να ακολουθήσει την ίδια ημέρα ο αποκεφαλισμός τριών μητροπολιτών: της Πάφου Χρύσανθου, του Κιτίου Μελετίου και της Κυρήνειας Λαυρεντίου. Μέχρι τα μέσα του μήνα είχαν εκτελεστεί περίπου 500 άτομα, πρόκριτοι κληρικοί, έμποροι και κτηματίες, ενώ σφαγές, λεηλασίες και δημεύσεις των περιουσιών των φονευθέντων έλαβαν χώρα σε όλο το νησί. Πολλές επιφανείς οικογένειες διέφυγαν στο εξωτερικό, ενώ κάποιοι εξισλαμίστηκαν.

 

Λόγω των γεωγραφικών συνθηκών, οποιαδήποτε επαναστατική δράση στο νησί θα ήταν καταδικασμένη. Γι’ αυτό η Κύπρος συμμετείχε στον αγώνα προσφέροντας οικονομική βοήθεια. Εκατοντάδες όμως Κύπριοι έφυγαν από το νησί, προκειμένου να πάρουν ενεργό μέρος στην Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, όπως στο Μεσολόγγι, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην πολιορκία των Αθηνών, αλλά και σε ναυτικές επιχειρήσεις.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Συνθήκη του Λονδίνου

6η ΙΟΥΛΙΟΥ 1827

Η ημέρα που άλλαξε τα δεδομένα για την Ελληνική Επανάσταση (η οποία μετά επτά χρόνια πολέμου έδειχνε να ψυχορραγεί) και ουσιαστικά τροχοδρόμησε τα κατοπινά.

Οι λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις» ή «Προστάτιδες Δυνάμεις», Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ρωσία, παρακινούμενες από την επιθυμία ενίσχυσης της επιρροής τους στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, αποφάσισαν την ειρήνευση στην Ελλάδα προτείνοντας στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ την παραχώρηση αυτονομίας στους Έλληνες.

Οι πληρεξούσιοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν στο Λονδίνο και υπέγραψαν την «Συνθήκη Ειρήνευσης» ή «Συνθήκη του Λονδίνου», εμπνευστής της οποίας φέρεται ο τότε Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ο φιλέλληνας Τζορτζ Κάνινγκ.

Η συνθήκη προέβλεπε άμεση κατάπαυση του πυρός και χορήγηση αυτονομίας στην Ελλάδα, η οποία όμως θα ήταν φόρου υποτελής στο Σουλτάνο. Οι Έλληνες θα εξέλεγαν τους ηγέτες τους, ωστόσο η Υψηλή Πύλη θα είχε δικαίωμα αποκλεισμού υποψηφίων.

Τα εδαφικά όρια του νέου κράτους έμενε να προσδιοριστούν αργότερα μετά από διαπραγματεύσεις των δύο εμπόλεμων χωρών αλλά και των προστάτιδων Δυνάμεων.

Παράλληλα υπέγραψαν μυστικό, συμπληρωματικό άρθρο, στο οποίο σημείωναν πως εάν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν αποδεχόταν την Συνθήκη μέσα σε διάστημα ενός μηνός, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα παρέμβαιναν με σκοπό την ανακωχή και θα ανέπτυσσαν στη συνέχεια εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα. Τέλος, στο μυστικό άρθρο συμφωνούσαν να αποστείλουν οδηγίες στους αρχηγούς των στόλων τους στη θάλασσα της Μεσογείου, προκειμένου να επιβληθούν οι όροι της Συνθήκης.

Η Ελλάδα βεβαίως αγωνιζόταν να ιδρύσει ανεξάρτητο κράτος -όπως προέβλεπε από την άνοιξη του 1827 το Σύνταγμα της Τροιζήνας- και όχι αυτόνομο υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.

 

Ο Καποδίστριας, όμως, ο οποίος από την Γ ´ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε εκλεγεί πρώτος Κυβερνήτης της χώρας και θα αναλάμβανε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1828, γνώριζε ότι η Συνθήκη μπορούσε να βελτιωθεί σταδιακά. Προέτρεψε λοιπόν την υφιστάμενη Ελληνική Κυβέρνηση να προσυπογράψει την Συνθήκη.

Αντίθετα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρώντας ότι βρισκόταν σε θέση ισχύος δεν δέχθηκε τη Συνθήκη, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν οι όροι του μυστικού άρθρου και να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις των τριών Δυνάμεων με την Πύλη.

Παράλληλα ανέλαβε δράση ο ενωμένος στόλος των ως άνω Δυνάμεων με αποκορύφωμα την ναυμαχία στον κόλπο του Ναυαρίνου, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.

Στο Ναυαρίνο ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος συνετρίβη και οι όροι επιβλήθηκαν διά της βίας.

 

Η Συνθήκη του 1827 δεν ήταν αυτή που προσδοκούσε η Ελλάδα, αλλά αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Θα ακολουθούσαν 2,5 περίπου χρόνια διπλωματικών αγώνων για να συνομολογηθεί τελικά τον Φεβρουάριο του 1830 το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους.

 

Το εν λόγω Πρωτόκολλο αποτέλεσε την πρώτη επίσημη, διεθνή πράξη αναγνώρισης της Ελλάδας ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, με όρια που έφταναν ως τον ποταμό Αχελώο στα δυτικά και τον Σπερχειό στα ανατολικά και περιελάμβανε τις Σποράδες και την Εύβοια.

 

Τελικά, το ιστορικό σύνθημα των ηρώων του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» απαντήθηκε. Η Ελευθερία ήταν γεγονός. Ένας λαός εξερχόμενος από δουλεία τεσσάρων αιώνων, ματωμένος, τσακισμένος από εμφύλιες διαμάχες, ανακτούσε την υπερηφάνειά του…

 

Πηγή: Υπουργείο Εξωτερικών

 

Χρονολόγιο 1821

Η Εκστρατεία στην Ήπειρο και η Μάχη στο Πέτα

Τα στρατεύματα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ υπό τον στρατηγό Χουρσίτ πασά, αφού νίκησαν και θανάτωσαν τον Αλή πασά των Ιωαννίνων στις αρχές του 1822, στράφηκαν κατά των Σουλιωτών που αποτελούσαν μόνιμη απειλή για την Υψηλή Πύλη στην Ήπειρο. Το Σούλι πολιορκείται στη συνέχεια από τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη και ζητά την βοήθεια της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος (δηλ. της Κυβέρνησης), εκτιμώντας ότι μια εκστρατεία στην Ήπειρο ήταν γενικότερα αναγκαία για την επαναστατημένη Ελλάδα οργανώνει εκστρατευτικό σώμα περίπου 3.000 ανδρών, του οποίου αναλαμβάνει προσωπικά τη διοίκηση. Στο εκστρατευτικό σώμα συμμετείχαν περίπου 560 στρατιώτες οργανωμένοι σε τρία τακτικά σώματα ευρωπαϊκών προδιαγραφών υπό τον Γερμανό στρατηγό Καρλ φον Νόρμαν, έμπειρο στρατιωτικό που είχε πολεμήσει στους ναπολεόντειους πολέμους και 2.500 περίπου Έλληνες στις διαταγές οπλαρχηγών από την Πελοπόννησο, τη Δυτική Στερεά, το Σούλι και τη Δυτική Μακεδονία. Το στράτευμα ξεκινά από την Κόρινθο και περνά από το Μεσολόγγι για να φθάσει 10 Ιουνίου στο Κομπότι της Άρτας.

Στο Κομπότι υπήρξε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των Τούρκων και των επαναστατών, των οποίων το τακτικό μέρος του στρατού (Τάγμα Φιλελλήνων, Σύνταγμα Επτανησίων και Μικτό Σώμα) είχε την ευκαιρία να αποδείξει την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής πολεμικής τεχνικής και έτρεψε τους Οθωμανούς σε φυγή, ενώ οι «άτακτοι» του Μάρκου Μπότσαρη τους κυνήγησαν ως τα τείχη της Άρτας. Παρά τις μεγάλες απώλειες των Τούρκων, οι Έλληνες δεν εκμεταλλεύτηκαν τη δυναμική της στιγμής.

Λίγες ημέρες μετά, το εκστρατευτικό σώμα φθάνει στο Πέτα, ενώ η διοίκηση εγκαθίσταται στη Λαγκάδα, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στον συντονισμό και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Ο Μάρκος Μπότσαρης με 1.200 άνδρες κινείται προς την Πλάκα για να ενισχύσει τους Σουλιώτες. Δυστυχώς όμως εναντίον του στάλθηκε δύναμη 8.000 Οθωμανών, με αποτέλεσμα παρά τον ηρωικό αγώνα των πολεμιστών του, να αναγκαστεί να επιστρέψει στο Πέτα έχοντας χάσει 100 άνδρες.

Ο πασάς των Ιωαννίνων Κιουταχής και ο Ισμαήλ πασάς Πλιάσας οργανώνουν στρατό στην Άρτα με πεζικό πάνω από 5.000 άνδρες και περίπου 2.000 ιππείς και κατευθύνονται προς το Πέτα.

Στο ελληνικό στρατόπεδο υπάρχουν διαφωνίες για τον τρόπο διεξαγωγής της μάχης μεταξύ Φιλελλήνων / τακτικού σώματος και των Ελλήνων που θέλουν να χτίσουν ταμπούρια και να χτυπήσουν με ανταρτοπόλεμο. Τελικά την 4η Ιουλίου 1822 , ο επαναστατικός στρατός με περίπου 2.000 άνδρες ετοιμάζεται για μάχη. Μπροστά στο χωριό παρατάσσονται οι Φιλέλληνες και τα τακτικά τάγματα σε ανοιχτό έδαφος χωρίς οχυρώσεις. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί παίρνουν θέσεις πίσω από το χωριό ψηλότερα.

Η μάχη ξεκίνησε ξημερώματα άγρια και φονική με τις τουρκικές επιθέσεις να αποκρούονται κι ο Κιουταχής να ζητά ενισχύσεις. Όμως στο ύψωμα που κρατούσε ο Γιώργος Μπακόλας, κατάφεραν και ανέβηκαν 80 περίπου Τουρκαλβανοί, που ύψωσαν τουρκικές σημαίες. Βλέποντας το συγκεκριμένο θέαμα, οι Έλληνες πίστεψαν πως προδόθηκαν και οπισθοχώρησαν. Τότε οι Τούρκοι επιχείρησαν γενική έφοδο και τα τακτικά σώματα στην πρώτη γραμμή κυκλώθηκαν και αποδεκατίστηκαν. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού και οι μισοί Επτανήσιοι σκοτώθηκαν∙ 68 από τους 93 Φιλέλληνες έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ κάποιοι που αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και τελικά αποκεφαλίστηκαν. Συνολικά χάθηκαν 600 ψυχές. Οι απώλειες των Οθωμανών ήταν περίπου 1.000 άνδρες.

Την ίδια ημέρα, σώμα από 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον οποίο ο Μαυροκορδάτος είχε στείλει για να ανοίξει δρόμο προς το Σούλι κινούμενο όμως από τα ηπειρωτικά παράλια, έδωσε με επιτυχία μεγάλη μάχη στη θέση Σπλάντζα εναντίον 3.000 Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη. Δυστυχώς όμως σκοτώθηκε ο ίδιος ο Μαυρομιχάλης, οπότε οι Μανιάτες πήραν το δρόμο για το Μεσολόγγι.

Τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού υποχώρησαν επίσης προς το Μεσολόγγι, όπου ο επιτελάρχης Νόρμαν υπέκυψε στα τραύματά του. Με την καταστροφή στο Πέτα, εγκαταλείφθηκε κάθε σχέδιο και ελπίδα για απελευθέρωση της Ηπείρου. Οι Σουλιώτες αβοήθητοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να φύγουν προς την Πάργα και τα Επτάνησα, για να γυρίσουν αργότερα σε διάφορα μέτωπα της επαναστατημένης πατρίδας. Οι Τούρκοι εδραιώθηκαν και σύντομα θα απειλούσαν τη Δυτική Στερεά και το Μεσολόγγι.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Καταστροφή των Ψαρών

Τα Ψαρά, ο μικρός αυτός βράχος στην καρδιά του Αιγαίου, ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας και προμαχώνας του Έθνους στα χρόνια του Αγώνα.

Τον Απρίλιο του 1821 ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης και αμέσως ξεκίνησαν επιχειρήσεις με αρχηγό του στόλου το ναύαρχο Νικολή Αποστόλη.

Ψαριανοί πυρπολητές ανατίναξαν το δίκροτο στην Ερεσσό (Παπανικολής) και τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή (Κανάρης), Ψαριανοί ναυμάχησαν στη Σκόπελο, στην Τένεδο αλλά και στις Σπέτσες και στον Πατραϊκό κόλπο και εκστράτευσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ψαριανοί διέσωσαν και περιέθαλψαν 25.000 πρόσφυγες από τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια καθώς και χιλιάδες Χιώτες μετά την καταστροφή του νησιού τους…

Τόση οργή και αγανάκτηση είχαν καταλάβει τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, ώστε διέταξε την ολική καταστροφή των Ψαρών.

 

Την άνοιξη του 1824 στο νησί κατοικούσαν περίπου εικοσιτρείς χιλιάδες πρόσφυγες και επτά χιλιάδες Ψαριανοί. Όπλα έφεραν 3.027 άνδρες, από τους οποίους οι 1.300 ήταν Ψαριανοί, 1.027 μισθοφόροι και 700 πάροικοι.

Στη γενική συνέλευση στον ναό του Αγίου Νικολάου αποφασίστηκε ο πόλεμος με τους Τούρκους να γίνει μόνο στην ξηρά και αμέσως μετά η «Βουλή των Ψαρών» ζήτησε βοήθεια από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία όμως άργησε πολύ να φθάσει.

 

Στις 20 Ιουνίου ο τουρκικός στόλος με 176 πλοία και 12 χιλιάδες άνδρες υπό τις διαταγές του ναυάρχου Χορσέφ Πασά καταπλέει στα Ψαρά.

Ο Χορσέφ επιχειρεί απόβαση στον όρμο Κάναλο, ενώ τα μεγάλα εχθρικά πλοία αρχίζουν τον κανονιοβολισμό. Οι υπερασπιστές του νησιού αποκρούουν τους επιδρομείς, που επανέρχονται με νέες δυνάμεις ξανά και ξανά μέχρι τα μεσάνυχτα, και μετά πάλι με το ξημέρωμα. Όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν και οι απώλειες του εχθρού φθάνουν τους 3.500 νεκρούς.

Την ίδια ώρα, μερικά πλοιάρια του εχθρού επιχειρούν απόβαση στην ανατολική πλευρά του Κάβου- Μαρκάκη. Η μικρή φρουρά του νησιού εκεί εξουδετερώνεται και οι Τούρκοι προχωρώντας δια ξηράς κυκλώνουν τους Έλληνες που μάχονται στον Κάναλο. Η ηρωική άμυνα των Ελλήνων κάμπτεται μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού.

Η Βουλή των Ψαρών συντονίζει τον αγώνα. Στο Φτελιό, όπου υπάρχουν οχυρώματα και στρατώνας, είναι η δεύτερη και τελευταία γραμμή αντίστασης. Διεξάγεται λυσσαλέα μάχη και στο τέλος οι Έλληνες, μη έχοντας ελπίδα σωτηρίας, βάζουν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και γίνονται παρανάλωμα του πυρός.

 

Τα στρατεύματα του εχθρού προχωρούν προς τη χώρα των Ψαρών και φανατισμένα από την ηρωική αντίσταση που συνάντησαν και από τις μεγάλες απώλειες που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, ξεσπούν στον άμαχο πληθυσμό και αρχίζουν με μανία και πρωτοφανή αγριότητα το έργο της σφαγής και της καταστροφής.

Τα γυναικόπαιδα τρέχουν στην προκυμαία σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σωθούν με τα πλοία που, όμως, δεν έχουν πηδάλια (είχαν αφαιρεθεί έπειτα από απαίτηση των μισθοφόρων). Άλλα διαφεύγουν, άλλα αιχμαλωτίζονται και άλλα, για να μην πέσουν με τα γυναικόπαιδα στα χέρια των Τούρκων, αυτοβυθίζονται.

 

Πεντακόσιοι περίπου Ψαριανοί και ανάμεσα σ’ αυτούς μόνον εκατόν πενήντα πολεμιστές, μετακινούνται στο Παλαιόκαστρο, στο μικρό φρούριο της Μαύρης Ράχης, αποφασισμένοι να πέσουν πολεμώντας.

Ο Χορσέφ διατάζει κανονιοβολισμό του φρουρίου από στεριά και θάλασσα. Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονται όλη την ημέρα ανεπιτυχώς. Μόλις νυχτώνει, διώχνουν λίγα γυναικόπαιδα από την παραλία, κάτω από το Παλαιόκαστρο, με πλοίο χωρίς έρμα και πηδάλιο.

Προτού ακόμη ξημερώσει, αρχίζουν πάλι οι επιθέσεις. Χιλιάδες οι εχθροί, ελάχιστοι οι ήρωες του φρουρίου. Μετά τρεις αποτυχημένες εφόδους, οι Οθωμανοί εισβάλλουν στο μικρό κάστρο. Τότε, ο Αντώνιος Βρατσάνος ανατινάζει την πυριτιδαποθήκη όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα γυναικόπαιδα, τραυματίες, γέροντες και οι εναπομείναντες αγωνιστές, εξαϋλώνοντας Έλληνες και Τούρκους μαζί. Συγχρόνως, ανατινάζει και μικρότερη πυριτιδαποθήκη ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης και οι υπερασπιστές του φρουρίου χάνονται μέχρις ενός.

 

Μεγάλες υπήρξαν οι απώλειες και από τις δύο πλευρές. Από τους Ψαριανούς χάθηκαν 3.000, ενώ από τους πρόσφυγες στο νησί 17.000 θανατώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. Οι 3.614 Ψαριανοί που επέζησαν, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Παρόλα αυτά, ο ψαριανός στόλος με 15 πλοία και το ναύαρχο Αποστόλη παρέμεινε κομμάτι του εθνικού στόλου και συνέχισε την επαναστατική δράση.

Η εκστρατεία για την ανακατάληψη των Ψαρών λίγες ημέρες μετά δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή μιας τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, οπότε ενσωματώθηκε στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

 

 

Χρονολόγιο 1821

Έναρξη Επανάστασης της Κρήτης / Μάχη στο Λούλο Χανίων

Η 14η Ιουνίου θεωρείται η επίσημη ημέρα έναρξης της κρητικής επανάστασης του 1821 και συμπίπτει με την μάχη στο χωριό Λούλος Χανίων, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον ιστορικό Δ. Κόκκινο εξ ίσου σημαντική με τις μάχες στο Βαλτέτσι και τα Βασιλικά.

Στο Λούλο οι Έλληνες (οπλαρχηγοί Δασκαλάκης-Τσελεπής, Χάλης, Ι. Παπαδογεωργάκης, Παπανδρέας, Μουτσογιάννης, Σήφακας, Παναγιώτου και Βαρδουλομανούσος) νίκησαν τους γενίτσαρους του Ιμπραήμ Ταμπουρατζή, φόνευσαν πολλούς -μεταξύ αυτών και τον αρχηγό τους- και τους καταδίωξαν ως το χωριό Νεροκούρος έξω από τα Χανιά.

Η απόφαση για την συμμετοχή της Κρήτης στην Εθνεγερσία είχε παρθεί ήδη από τον Απρίλιο και είχε επικυρωθεί από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών (με συμμετοχή 1.500 αγωνιστών και πλήθος κόσμου) στα Σφακιά στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής.

Επίσης είχε εκλεγεί επαναστατική κυβέρνηση η «Καγκελαρία των Σφακίων», με έδρα το Λουτρό και φυσικό ορμητήριο τα Σφακιά. Άλλωστε από τα μόλις 1.200 όπλα που υπήρχαν σε ολόκληρο το νησί, τα 800 ήταν των Σφακιανών.

Από την άλλη πλευρά οι Οθωμανοί στην Κρήτη, που αποτελούσαν σχεδόν το μισό πληθυσμό, περίπου 120.000, είχαν τοπικό ισχυρό στρατό κατοχής, ενώ στο νησί στρατοπέδευαν και δύο σώματα γενιτσάρων.

Στη νίκη των επαναστατών στο Λούλο οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων. Θανάτωσαν 400 χριστιανούς στα Χανιά και 1.200 στην ευρύτερη περιοχή του Αποκόρωνα. Στις 23-24 Ιουνίου εκτέλεσαν στο Μεγάλο Κάστρο τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη, πέντε επισκόπους και επίλεκτα μέλη της Ηρακλειώτικης κοινωνίας.

Ακολούθησε σφαγή 800 αμάχων στην περιοχή του Μεγάλου Κάστρου, γνωστή ως ο «μεγάλος απερντές». Στη Σητεία οι νεκροί ήταν 300. Η Μονή Τοπλού κάηκε και πολλοί μοναχοί σφαγιάστηκαν, όπως και οι μοναχές της Ι.Μ. Παλιανής (Βενεράτο).

Τον Μάιο του 1822 θα φθάσει στην Κρήτη ο αιγυπτιακός στρατός να συνδράμει τους Οθωμανούς που αδυνατούν να καταστείλουν την Επανάσταση στο νησί. Νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις, άφθονο πολεμικό υλικό, η καταστροφή των χωριών, η σφαγή 2.000 και πλέον γυναικόπαιδων στο σπήλαιο της Μιλάτου (Φεβρουάριος 1823), η θυσία 370 χριστιανών στο σπήλαιο του Μελιδονίου (Ιανουάριος 1824), η πτώση των Σφακίων (Μάρτιος 1824) και στα μέσα του 1824 ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός ελέγχει πλέον όλα τα πεδινά της Κρήτης. Ο αγώνας παίρνει πια μορφή ανταρτοπόλεμου.

Το 1825 η Επανάσταση μεταφέρεται στη Γραμβούσα και ξεκινά μια νέα περίοδος. Οι επαναστάτες που οχυρώθηκαν εκεί, έκτισαν οικισμό, σχολείο και την εκκλησία της Παναγίας της Κλεφτρίνας, ενώ αγόρασαν τη γολέττα «Περικλής» του Τομπάζη για να μεταφέρει στη φρουρά τρόφιμα και εφόδια, που εξασφάλιζαν κυρίως μέσω της πειρατείας. Ίδρυσαν δε το «Κρητικόν Συμβούλιον» ως επίσημη επαναστατική Αρχή της Κρήτης.

Με τη διαφαινόμενη λύση του ελληνικού ζητήματος μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου (6/7/1827) σχηματίστηκαν σώματα εθελοντών από την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα για να στηρίξουν τον κρητικό αγώνα και η Επανάσταση αναζωπυρώθηκε στο νησί.

Το 1829 η Κρήτη βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των επαναστατών με εξαίρεση τα τρία μεγάλα φρούρια (Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου), στα οποία είχαν καταφύγει οι Τούρκοι. Παρόλα αυτά, το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος του 1830 άφησε την Κρήτη εκτός. Θα χρειάζονταν τουλάχιστον έξι ακόμη επαναστάσεις και 83 χρόνια για να αποτελέσει το 1913 επίσημα τμήμα του ελληνικού κράτους.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Καταστροφή της Κάσου

Η Κάσος, το μικρό βραχώδες νησί των Δωδεκανήσων, στις αρχές του 19ου αιώνα κατείχε στρατηγική θέση στις θαλάσσιες μεταφορές της Ανατολικής Μεσογείου και στόλο 100 εμπορικών πλοίων. Παρά το γεγονός ότι η Υψηλή Πύλη τους είχε παραχωρήσει ένα είδος αυτονομίας και το νησί με τους 7.000 κατοίκους του ευημερούσε, με την έκρηξη της Επανάστασης οι Κασιώτες μετατρέπουν τα καράβια τους σε πολεμικά και τα θέτουν στην υπηρεσία του Έθνους.

 

Από τον Απρίλιο του 1821 αρχίζουν επαναστατική δράση: οργώνουν το Αιγαίο, κουρσεύουν τουρκικά πλοία και επιχειρούν ριψοκίνδυνες επιδρομές από τα μικρασιατικά παράλια μέχρι την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο, ενώ συμμετέχουν και στη ναυμαχία της Σάμου.

 

Αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Κρήτης, όπου το 1822 σκοτώνεται ο καπετάνιος τους Θοδωρής Κανταριτζής ή Κανταρτζόγλου, συμμετέχοντας στις πολεμικές επιχειρήσεις, ανεφοδιάζοντας τους επαναστάτες και τελικά μεταφέροντας Κρητικούς πρόσφυγες στην Κάσο και την Κάρπαθο.

 

Λόγω της δράσης του, το ναυτικό προπύργιο της Κάσου κρίθηκε αναγκαίο να εξουδετερωθεί πριν τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά εκστρατεύσουν στην Πελοπόννησο. Αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ στράφηκε εναντίον του νησιού.

 

Δύο φορές οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν ενισχύσεις, αλλά ελλείψει χρημάτων δεν ήρθε βοήθεια.

 

Η επιχείρηση ξεκίνησε την 20ή Μαΐου με βομβαρδισμό του νησιού από μοίρα 20 Αιγυπτιακών πλοίων (με στρατό από 3-4 χιλιάδες Αλβανούς υπό τον Χουσεΐν μπέη). Συνάντησαν όμως σθεναρή αντίσταση και αποσύρθηκαν προσωρινά στη Ρόδο.

 

Επανήλθαν την 26η Μαΐου με 45 πλοία και για δύο ημέρες κανονιοβολούσαν το νησί, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια αλλεπάλληλες προσπάθειες αποβίβασης στρατού με καΐκια και βάρκες στην απόκρημνη ακτή. Όλα απέτυχαν χάρη στην αυτοθυσία των 1.200 Κασιωτών αλλά και Κρητών πολεμιστών, που διέθεταν 30 πυροβόλα.

Τελικά την νύκτα της 7ης Ιουνίου, μετά από «πληροφορία» για αφρούρητο σημείο στο δυτικό μέρος του νησιού, κατόρθωσαν να αποβιβάσουν το σώμα των Αλβανών που βρέθηκε στα νώτα των γενναίων υπερασπιστών.

 

Αν και οι Κασιώτες συνέχισαν να πολεμούν, η αριθμητική υπεροχή του εχθρού προδίκαζε το αποτέλεσμα. Ηρωική μορφή του νησιού, ο Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης που έπεσε μαχόμενος. Όταν κατέρρευσε και η τελευταία γραμμή αντίστασης, οι εισβολείς επιδόθηκαν σε γενική σφαγή που κράτησε ημέρες∙ βεβήλωσαν εκκλησίες, βίασαν, λεηλάτησαν και κατέκαψαν το νησί.

 

Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 2.000, άλλα τόσα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στο σκλαβοπάζαρο της Αλεξάνδρειας, 500 περίπου έμπειροι ναυμάχοι συνελήφθησαν και εξαναγκάσθηκαν να επανδρώσουν Αιγυπτιακά πλοία, ενώ λίγοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στα γύρω νησιά…

 

Ένα ολόκληρο νησί ερήμωσε. Και παρέμεινε έτσι για αρκετά χρόνια, μέχρι που η αναμενόμενη ενσωμάτωση με την Ελλάδα βάσει του Πρωτοκόλλου του Μαρτίου 1829, έφερε σταδιακά τους επιζώντες Κασιώτες πίσω στο νησί. Βέβαια, με το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του 1830 επιστράφηκε στην οθωμανική κυριαρχία και η ενσωμάτωση τελικά ήρθε το 1948 με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στο Δραγατσάνι και η Πυρπόληση της τουρκικής Ναυαρχίδας στην Χίο

 

1821

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, είχε κηρύξει την απαρχή της ελληνικής Επανάστασης ήδη από το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, αποσκοπώντας σε μία παμβαλκανική εξέγερση εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δυστυχώς η εκεί επανάσταση καταδικάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και καθώς δεν βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκάτο από τους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, διήρκεσε μόλις επτά μήνες και πνίγηκε στο αίμα.

Στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου 1821 έγινε η καθοριστική μάχη, κατά την οποία παρά τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου, του στρατιωτικού σώματος που συγκροτήθηκε από Έλληνες σπουδαστές των παροικιών, ηττήθηκε και ουσιαστικά καταστράφηκε ο επαναστατικός στρατός, κρίνοντας την έκβαση της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
————————————————————————–

1822

Η Χίος επαναστάτησε το δεύτερο έτος του πολέμου, τον Μάρτιο του 1822 και ο ναύαρχος Καρά – Αλής επικεφαλής του τουρκικού στόλου κατέφτασε με 7.000 στρατιώτες να καταστείλει την επανάσταση. Οι Οθωμανοί λοιπόν κατέκαψαν το νησί και επιδόθηκαν σε τρομακτικές σφαγές.
Η απάντηση των Ελλήνων ήρθε στις 7 Ιουνίου. Ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης πλησιάζοντας τον τουρκικό στόλο, που ναυλοχούσε ακόμη στην Χίο, πρόσδεσε το πυρπολικό του και ανατίναξε την ναυαρχίδα παρασύροντας στο θάνατο περίπου 2.000 Οθωμανούς συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ναυάρχου.

Ο εχθρικός στόλος κατέφυγε έντρομος στον Ελλήσποντο. Ωστόσο, νέο γιουρούσι των μαινόμενων Τούρκων της Χίου εξαπολύεται στα Μαστιχοχώρια και ολοκληρώνεται η καταστροφή του νησιού.
Εκτιμάται ότι από τους 117.000 Χριστιανούς που ήταν ο πληθυσμός της Χίου, 42.000 σφαγιάστηκαν και 50.000 αιχμαλωτίσθηκαν.

————————————————————————–

1825

Στο όρος Τραμπάλα της Μεγαλόπολης δίνεται μεγάλη μάχη που κράτησε τρεις ημέρες (5-7 Ιουνίου) μεταξύ των Ελλήνων υπό τον Κολοκοτρώνη και του στρατού του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου. Παρά τις σοβαρές απώλειες, 700 νεκροί και τραυματίες έναντι 110 των Ελλήνων, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ προελαύνουν και στις 11 Ιουνίου καταλαμβάνουν αμαχητί την Τρίπολη.

 

 

Χρονολόγιο 1821

Η Ναυμαχία της Ερεσσού

 

Στις 27 Μαΐου 1821 το ελληνικό ναυτικό πέτυχε ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της Επανάστασης στο Αιγαίο.

 

Ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από 57 πλοία υπό την ηγεσία του ναυάρχου Ιάκωβου Τομπάζη έδωσε την πρώτη κατά μέτωπο ναυμαχία εναντίον του αυτοκρατορικού οθωμανικού στόλου στον όρμο της Ερεσσού της Λέσβου.

 

Κεντρικό πρόσωπο της ναυμαχίας ήταν ο Ψαριανός πλοίαρχος Δημήτρης Παπανικολής, ο οποίος με καταδρομική ενέργεια «πυρπόλησε» και ανατίναξε το τουρκικό δίκροτο Μανσουριγιέ (Νικητής) που έφερε 74 πυροβόλα και δύναμη μεγαλύτερη των 1.000 ανδρών.

 

Δυστυχώς όμως η μεγάλη αυτή επιτυχία προκάλεσε άγρια αντίποινα στις γειτονικές Κυδωνιές (Αϊβαλί) στην απέναντι μικρασιατική ακτή λίγες ημέρες αργότερα.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Ίδρυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας

Στις 26 Μαΐου 1821 η συνέλευση των εκπροσώπων των επαρχιών της Πελοποννήσου, στη Μονή Καλτεζών, εξέδωσε Πράξη με την οποία συγκροτείτο η Πελοποννησιακή Γερουσία, η πρώτη ανεξάρτητη ελληνική διοικητική Αρχή με ευρύτερη εμβέλεια.

 

Η Πράξη των Καλτεζών, όπως ονομάστηκε, αποτέλεσε το καταστατικό της Πελοποννησιακής Γερουσίας και θεωρείται η πρώτη πολιτειακή πράξη του νεότερου ελληνικού κράτους.

 

Πρόεδρος της Γερουσίας ανέλαβε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και έδρα ορίστηκε η Στεμνίτσα. Η Γερουσία ξεκίνησε το έργο της ιδρύοντας γενικές εφορείες ανά επαρχία και εφορείες ανά χωριό, για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία εφόδια στα επαναστατικά στρατεύματα (30 Μαΐου 1821).

 

Η Πελοποννησιακή Γερουσία προβλεπόταν να ασκεί καθήκοντα έως την κατάληψη της Τριπολιτσάς, ωστόσο συνέχισε τις εργασίες της έως τις 30 Μαρτίου 1823, οπότε καταργήθηκε από την Β΄ Εθνοσυνέλευση.

 

* Η Πράξη συνέλευσης δημοσιεύεται στο benaki.org.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στο Μανιάκι

Μάιος 1825.

Βρισκόμαστε στο πέμπτο έτος της Επανάστασης. Η σύμπνοια, με την οποία ξεκίνησαν οι Έλληνες και οι μεγάλες επιτυχίες του πρώτου χρόνου έχουν δώσει τη θέση τους στον εμφύλιο σπαραγμό και σε μια νέα τεράστια απειλή: τον Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου.

Ο Παπαφλέσσας που αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο για την πορεία του Αγώνα, αποφασίζει να εκστρατεύσει ο ίδιος και να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο αιγυπτιακό στρατό στο χωριό Μανιάκι της Μεσσηνίας.
Μαζί του πολεμούν 600 άνδρες.

Πρωί της 20ής Μαΐου ξεκινά η μάχη και για 8 ώρες αποκρούουν ηρωικά όλες τις επιθέσεις των Αιγυπτίων. Μετά το μεσημέρι ο Ιμπραήμ διατάζει γενική έφοδο. Τα ελληνικά ταμπούρια καταστρέφονται. Ο Παπαφλέσσας και σχεδόν όλοι οι άνδρες του σκοτώνονται .

Η απέλπιδα μάχη στο Μανιάκι δεν ανέκοψε την επέλαση του Ιμπραήμ, που σύντομα θα κυρίευε το Μοριά.

Αφύπνισε όμως τους Έλληνες κι εκείνο το Μάιο έκλεισε το κεφάλαιο του εθνικού διχασμού. Και στην Ευρώπη αναζωπυρώθηκε το φιλελληνικό κίνημα, που θα έπαιζε κι αυτό το ρόλο του.

 

Χρονολόγιο 1821

Μάχη στα Βέρβενα και στα Δολιανά

Σαν σήμερα, στις 18 Μαΐου 1821, οι Τούρκοι βγαίνουν με μεγάλη στρατιωτική δύναμη από την Τριπολιτσά για να χτυπήσουν το στρατόπεδο Βερβένων και τα γειτονικά Δολιανά.

 

Τα Βέρβενα δέχονται ισχυρή τουρκική επίθεση, ενώ στα Δολιανά έχει ταμπουρωθεί ο Νικηταράς που δίνει αποφασιστική μάχη με ολιγάριθμους άνδρες. Και όταν οι Έλληνες από το στρατόπεδο των Βερβένων ανατρέπουν τους Τούρκους και αρχίζουν να τους καταδιώκουν προς τα Δολιανά, ο Νικηταράς ορμά από το ταμπούρι με το σπαθί στο χέρι και προκαλεί πανωλεθρία στους Τούρκους. Σ’αυτή τη μάχη ο Νικηταράς ονομάζεται για πρώτη φορά «Τουρκοφάγος».

 

Η νίκη στα Βέρβενα και στα Δολιανά, σε συνδυασμό με την προηγούμενη μεγάλη νίκη στο Βαλτέτσι στις12-13 Μαΐου 1821 έκριναν την τύχη της Τριπολιτσάς.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μακεδονία

Ξημερώματα της 17ης Μαΐου 1821 η Επανάσταση ξεκινά στον Πολύγυρο και σύντομα εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη Χαλκιδική. Η δύναμη των Ελλήνων ανέρχεται σε 4.000 άνδρες. Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας ορίζεται ο Εμμανουήλ Παπάς.

 

Ο επαναστατικός στρατός προελαύνει προς τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο ανακόπτεται από τον Μπαϊράμ πασά που εκστρατεύει με 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Στις 10 Ιουνίου, στα Βασιλικά διεξάγεται σκληρή και άνιση μάχη και πέφτει ηρωικά ο καπετάν Χάψας με 63 πολεμιστές του.

Η κεντρική Χαλκιδική παραδίδεται στο εκδικητικό μένος των Οθωμανών, αλλά η Επανάσταση συνεχίζεται στη χερσόνησο του Άθω και της Κασσάνδρας.

 

Οι Έλληνες αγωνίστηκαν γενναία στην Ποτίδαια μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, οπότε ο Μεχμέτ Εμίν, πασάς της Θεσσαλονίκης, έκαμψε την αντίστασή τους και παρέδωσε την Κασσάνδρα σε «χαλασμό» (ολοκαύτωμα). Η οριστική λήξη της Επανάστασης ήρθε λίγο αργότερα με την παράδοση των Αγιορειτών μοναχών, στους οποίους επιβλήθηκαν βαρύτατοι όροι.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στο Βαλτέτσι

 

Σαν σήμερα, 12 Μαΐου 1821, οι Τούρκοι χτυπάνε αλύπητα το Βαλτέτσι, αλλά η ισχυρή άμυνα που είχε οργανώσει ο Κολοκοτρώνης κρατάει πεισματικά. Η λυσσώδης μάχη συνεχίζεται μέχρι το μεσημέρι, οπότε καταφθάνουν ενισχύσεις από τα γειτονικά στρατόπεδα Χρυσοβιτσίου και Πιάνας. Τα μεσάνυχτα ο Κολοκοτρώνης ανεφοδιάζει με καταδρομική ενέργεια το χωριό, ενώ τα χαράματα της επόμενης μέρας φτάνουν οι ενισχύσεις από τα Βέρβενα.

 

Η μάχη συνεχίστηκε αδιάκοπη μέχρι το μεσημέρι της 13ης Μαΐου, όταν οι Τούρκοι εμφάνισαν κάμψη. Ο Κολοκοτρώνης έδωσε το σύνθημα για επική έφοδο των Ελλήνων με τα σπαθιά, τσακίζοντας τους Τούρκους, που υποχώρησαν έντρομοι προς την Τριπολιτσά με τεράστιες απώλειες.

 

Η νίκη στο Βαλτέτσι ήταν τόσο σημαντική που ο Γέρος του Μοριά αναφέρει: «Ο πόλεμος εκείνος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος. Αν εχαλιώμεθα, εκινδυνεύαμε να μη κάμωμε ορδί (στρατόπεδο) πλέον» και συνεχίζει λέγοντας «Έβαλα λόγον ότι πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας και να δοξάζεται αιώνας αιώνων, έως ού στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της Πατρίδος».

 

Χρονολόγιο 1821

Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς και η Επανάσταση στη Σάμο

Μετά την εξόντωση του Αθανάσιου Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας και τη φρικώδη εκτέλεσή του (ανασκολοπισμός) στη Λαμία, ο Ομέρ Βρυώνης με 8.000 άνδρες συνεχίζει την κάθοδό του προς τον Μοριά για να καταπνίξει την επανάσταση.

Στις 8 Μαΐου 1821 φτάνει στην ευρύτερη τοποθεσία της Γραβιάς, όπου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έχει ταμπουρωθεί με μόλις 120 άνδρες στο ομώνυμο χάνι. Ακολουθεί σφοδρή και πολύωρη μάχη, στο πεδίο της οποίας οι Τούρκοι αφήνουν 300 νεκρούς και 600 τραυματίες, ενώ οι Έλληνες, που επιχειρούν έξοδο από το χάνι κατά τη διάρκεια της νύχτας, έχουν συνολικά μόλις 6 νεκρούς και 2 τραυματίες.

Την ίδια ημέρα, στις 8 Μαΐου 1821, ο Λυκούργος Λογοθέτης κηρύσσει επίσημα την επανάσταση στη Σάμο και θέτει σε εφαρμογή τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της Νήσου Σάμου», ο οποίος αποτελεί ολοκληρωμένο σύστημα πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης. Παρά τη συνεισφορά της στην Εθνεγερσία, η Σάμος δεν θα συμπεριληφθεί στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και θα παραμείνει ημιαυτόνομη ηγεμονία έως το 1912, οπότε ενσωματώθηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια.

 

Χρονολόγιο 1821

Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Θεσσαλία

Την 7η Μαΐου 1821 οι Έλληνες της Μαγνησίας κηρύσσουν την επανάσταση στις Μηλιές του Πηλίου. Την αρχηγία των επαναστατικών μονάδων αναλαμβάνει ο οπλαρχηγός Κυριάκος Μπασδέκης.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Μαΐου 1821 συγκροτείται στο Βελεστίνο η «Βουλή της Θετταλομαγνησίας» με πρόεδρο τον διδάσκαλο του Γένους, Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή και αντιπροσώπους από τα 24 χωριά του Πηλίου και του κάμπου του Αλμυρού και του Βελεστίνου, η οποία με προκήρυξή της καλεί τους χριστιανικούς πληθυσμούς ολόκληρης της Θεσσαλίας σε ξεσηκωμό κατά των Τούρκων.

Η εξέγερση στη Μαγνησία καταπνίγηκε όμως στο αίμα από τον Δράμαλη Πασά, που κατέφτασε με ισχυρές δυνάμεις από τη Λάρισα και χτύπησε πρώτα το Βελεστίνο και στη συνέχεια διέλυσε την πολιορκία των Ελλήνων στο κάστρο του Βόλου.

Οι Έλληνες κατέφυγαν στο Τρίκερι και την ευρύτερη περιοχή της Ζαγοράς, ενώ ο Δράμαλης ισοπέδωσε τα χωριά του Πηλίου και κατέκαψε τη Μακρινίτσα. Τα επόμενα χρόνια οι Θεσσαλοί επαναστάτες ενσωματώθηκαν στα ένοπλα σώματα των οπλαρχηγών στη Ρούμελη και στο Μοριά.

Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας θα έρθει 60 ολόκληρα χρόνια μετά, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881.

 

Χρονολόγιο 1821

Από την Κωνσταντινούπολη στην Καρύταινα και στην Αθήνα

Στο πλαίσιο των δράσεων για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, η Λέσχη Ιστορίας και Πολιτισμού ΑΕΚ ξεκινά ένα αφιερωματικό χρονολόγιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων του Αγώνα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

28/04/1821

Η Καρύταινα του Δεσποτάτου του Μοριά και του Γένους των Παλαιολόγων ήταν η τελευταία βυζαντινή πόλη που έπεσε το 1461 στα χέρια των Οθωμανών, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Στα χώματα της Καρύταινας έμελλε την 28η Απριλίου 1821 να ανακηρυχθεί Αρχιστράτηγος ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και πρόεδρος της Εφορίας της Καρύταινας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, προετοιμάζοντας την Άλωση της Τριπολιτσάς και στεριώνοντας την Εθνεγερσία.

Την ίδια ημέρα, στις 28 Απριλίου 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες της Πάρνηθας απελευθερώνουν την Αθήνα και υψώνουν τη σημαία τους στο διοικητήριο των Αθηνών.

Αυτή την ιστορική διαδρομή, από τη Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων στην Καρύταινα του Κολοκοτρώνη και την Αθήνα του σήμερα, ακολουθεί νοερά και η μεγάλη οικογένεια της ΑΕΚ. Από την ψυχική έδρα της ομάδας στην Κωνσταντινούπολη και μέσα από την Εθνεγερσία του 1821 στη σημερινή της έδρα στην Αθήνα.