Τα στρατεύματα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ υπό τον στρατηγό Χουρσίτ πασά, αφού νίκησαν και θανάτωσαν τον Αλή πασά των Ιωαννίνων στις αρχές του 1822, στράφηκαν κατά των Σουλιωτών που αποτελούσαν μόνιμη απειλή για την Υψηλή Πύλη στην Ήπειρο. Το Σούλι πολιορκείται στη συνέχεια από τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη και ζητά την βοήθεια της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος (δηλ. της Κυβέρνησης), εκτιμώντας ότι μια εκστρατεία στην Ήπειρο ήταν γενικότερα αναγκαία για την επαναστατημένη Ελλάδα οργανώνει εκστρατευτικό σώμα περίπου 3.000 ανδρών, του οποίου αναλαμβάνει προσωπικά τη διοίκηση. Στο εκστρατευτικό σώμα συμμετείχαν περίπου 560 στρατιώτες οργανωμένοι σε τρία τακτικά σώματα ευρωπαϊκών προδιαγραφών υπό τον Γερμανό στρατηγό Καρλ φον Νόρμαν, έμπειρο στρατιωτικό που είχε πολεμήσει στους ναπολεόντειους πολέμους και 2.500 περίπου Έλληνες στις διαταγές οπλαρχηγών από την Πελοπόννησο, τη Δυτική Στερεά, το Σούλι και τη Δυτική Μακεδονία. Το στράτευμα ξεκινά από την Κόρινθο και περνά από το Μεσολόγγι για να φθάσει 10 Ιουνίου στο Κομπότι της Άρτας.

Στο Κομπότι υπήρξε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των Τούρκων και των επαναστατών, των οποίων το τακτικό μέρος του στρατού (Τάγμα Φιλελλήνων, Σύνταγμα Επτανησίων και Μικτό Σώμα) είχε την ευκαιρία να αποδείξει την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής πολεμικής τεχνικής και έτρεψε τους Οθωμανούς σε φυγή, ενώ οι «άτακτοι» του Μάρκου Μπότσαρη τους κυνήγησαν ως τα τείχη της Άρτας. Παρά τις μεγάλες απώλειες των Τούρκων, οι Έλληνες δεν εκμεταλλεύτηκαν τη δυναμική της στιγμής.

Λίγες ημέρες μετά, το εκστρατευτικό σώμα φθάνει στο Πέτα, ενώ η διοίκηση εγκαθίσταται στη Λαγκάδα, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στον συντονισμό και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Ο Μάρκος Μπότσαρης με 1.200 άνδρες κινείται προς την Πλάκα για να ενισχύσει τους Σουλιώτες. Δυστυχώς όμως εναντίον του στάλθηκε δύναμη 8.000 Οθωμανών, με αποτέλεσμα παρά τον ηρωικό αγώνα των πολεμιστών του, να αναγκαστεί να επιστρέψει στο Πέτα έχοντας χάσει 100 άνδρες.

Ο πασάς των Ιωαννίνων Κιουταχής και ο Ισμαήλ πασάς Πλιάσας οργανώνουν στρατό στην Άρτα με πεζικό πάνω από 5.000 άνδρες και περίπου 2.000 ιππείς και κατευθύνονται προς το Πέτα.

Στο ελληνικό στρατόπεδο υπάρχουν διαφωνίες για τον τρόπο διεξαγωγής της μάχης μεταξύ Φιλελλήνων / τακτικού σώματος και των Ελλήνων που θέλουν να χτίσουν ταμπούρια και να χτυπήσουν με ανταρτοπόλεμο. Τελικά την 4η Ιουλίου 1822 , ο επαναστατικός στρατός με περίπου 2.000 άνδρες ετοιμάζεται για μάχη. Μπροστά στο χωριό παρατάσσονται οι Φιλέλληνες και τα τακτικά τάγματα σε ανοιχτό έδαφος χωρίς οχυρώσεις. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί παίρνουν θέσεις πίσω από το χωριό ψηλότερα.

Η μάχη ξεκίνησε ξημερώματα άγρια και φονική με τις τουρκικές επιθέσεις να αποκρούονται κι ο Κιουταχής να ζητά ενισχύσεις. Όμως στο ύψωμα που κρατούσε ο Γιώργος Μπακόλας, κατάφεραν και ανέβηκαν 80 περίπου Τουρκαλβανοί, που ύψωσαν τουρκικές σημαίες. Βλέποντας το συγκεκριμένο θέαμα, οι Έλληνες πίστεψαν πως προδόθηκαν και οπισθοχώρησαν. Τότε οι Τούρκοι επιχείρησαν γενική έφοδο και τα τακτικά σώματα στην πρώτη γραμμή κυκλώθηκαν και αποδεκατίστηκαν. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού και οι μισοί Επτανήσιοι σκοτώθηκαν∙ 68 από τους 93 Φιλέλληνες έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ κάποιοι που αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και τελικά αποκεφαλίστηκαν. Συνολικά χάθηκαν 600 ψυχές. Οι απώλειες των Οθωμανών ήταν περίπου 1.000 άνδρες.

Την ίδια ημέρα, σώμα από 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον οποίο ο Μαυροκορδάτος είχε στείλει για να ανοίξει δρόμο προς το Σούλι κινούμενο όμως από τα ηπειρωτικά παράλια, έδωσε με επιτυχία μεγάλη μάχη στη θέση Σπλάντζα εναντίον 3.000 Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη. Δυστυχώς όμως σκοτώθηκε ο ίδιος ο Μαυρομιχάλης, οπότε οι Μανιάτες πήραν το δρόμο για το Μεσολόγγι.

Τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού υποχώρησαν επίσης προς το Μεσολόγγι, όπου ο επιτελάρχης Νόρμαν υπέκυψε στα τραύματά του. Με την καταστροφή στο Πέτα, εγκαταλείφθηκε κάθε σχέδιο και ελπίδα για απελευθέρωση της Ηπείρου. Οι Σουλιώτες αβοήθητοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να φύγουν προς την Πάργα και τα Επτάνησα, για να γυρίσουν αργότερα σε διάφορα μέτωπα της επαναστατημένης πατρίδας. Οι Τούρκοι εδραιώθηκαν και σύντομα θα απειλούσαν τη Δυτική Στερεά και το Μεσολόγγι.