Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 ο Σουλτάνος κήρυξε ολόκληρη την επικράτεια σε κατάσταση πολιορκίας. Στην Κύπρο ο τοπικός διοικητής, Κιουτσούκ Μεχμέτ, διέταξε αφοπλισμό, γεγονός που πραγματοποιήθηκε χωρίς αντίσταση.
Παρόλα αυτά το Μάιο γίνονται διωγμοί με το πρόσχημα έρευνας για όπλα και αργότερα έρχονται στο νησί στρατιωτικές ενισχύσεις περίπου 4.000 αντρών.
Στις 9 Ιουλίου, μια από τις τραγικότερες ημέρες στην ιστορία της Κύπρου, απαγχονίζεται ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μπροστά στο σεράγιο της Λευκωσίας, για να ακολουθήσει την ίδια ημέρα ο αποκεφαλισμός τριών μητροπολιτών: της Πάφου Χρύσανθου, του Κιτίου Μελετίου και της Κυρήνειας Λαυρεντίου. Μέχρι τα μέσα του μήνα είχαν εκτελεστεί περίπου 500 άτομα, πρόκριτοι κληρικοί, έμποροι και κτηματίες, ενώ σφαγές, λεηλασίες και δημεύσεις των περιουσιών των φονευθέντων έλαβαν χώρα σε όλο το νησί. Πολλές επιφανείς οικογένειες διέφυγαν στο εξωτερικό, ενώ κάποιοι εξισλαμίστηκαν.
Λόγω των γεωγραφικών συνθηκών, οποιαδήποτε επαναστατική δράση στο νησί θα ήταν καταδικασμένη. Γι’ αυτό η Κύπρος συμμετείχε στον αγώνα προσφέροντας οικονομική βοήθεια. Εκατοντάδες όμως Κύπριοι έφυγαν από το νησί, προκειμένου να πάρουν ενεργό μέρος στην Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, όπως στο Μεσολόγγι, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην πολιορκία των Αθηνών, αλλά και σε ναυτικές επιχειρήσεις.