Τον Ιούλιο του 1822 ο Μαχμούτ Πασάς της Λάρισας εκστρατεύει επικεφαλής 30.000 αντρών με σκοπό να ανακαταλάβει την Τριπολιτσά και να καταπνίξει την Επανάσταση στο Μοριά.

Ο Μαχμούτ πασάς, γνωστός ως Δράμαλης λόγω της καταγωγής του από τη Δράμα της Μακεδονίας, προελαύνει χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση, καθώς «οι άκαιρες έριδες της κεντρικής κυβέρνησης με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο αφήκαν την Ανατολική Ελλάδα άνευ υπερασπίσεως» (Τζορτζ Φίνλεΐ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως).

Στρατοπεδεύει στην Κόρινθο στις 6 Ιουλίου και στις 8 Ιουλίου καταλαμβάνει αμαχητί τον Ακροκόρινθο.

Παρά τις συμβουλές των τοπικών πασάδων, της Πάτρας και του Άργους, ο Δράμαλης με όλο το στρατό κινείται προς την Αργολίδα.

Μεγάλη σύγχυση επικρατεί στους Έλληνες, ενώ Κυβέρνηση και βουλευτές αναχωρούν τη νύχτα της 5ης Ιουλίου από το Άργος για τους Μύλους και εκεί επιβιβάζονται σε υδραίικα πλοία, έτσι ώστε να μπορέσουν να φύγουν «για να σώσουν τα αρχεία». (Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της Ελλ. Επαναστάσεως).

 

Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει να οργανώσει την άμυνα απέναντι στο Δράμαλη. Συνεργαζόμενος με την Πελοποννησιακή Γερουσία εκδίδει διαταγή για επιστράτευση όλων των αντρών ηλικίας 18 έως 60 ετών παίρνοντας ταυτόχρονα αυστηρά μέτρα κατά της λιποταξίας. Φροντίζει για την αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων και εμψυχώνει τους κατοίκους. Το σχέδιο του είναι να απομονώσει το Δράμαλη στην Αργολίδα, αποκόπτοντας τον από τη δυνατότητα ανεφοδιασμού και φθείροντας τις δυνάμεις του, αφενός «απασχολώντας» τους Οθωμανούς στην πολιορκία του παλαιού κάστρου του Άργους, αφετέρου εφαρμόζοντας την τακτική της «καμμένης γης».

 

Έως τις 23 Ιουλίου, οπότε και οι τελευταίοι Έλληνες υπερασπιστές του κάστρου εγκατέλειψαν το Άργος, ο Δράμαλης παρέμενε εγκλωβισμένος στην περιοχή σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο και εξαντλώντας τα αποθέματα τροφίμων. Καθώς ο τουρκικός στόλος δεν είχε φθάσει στον Αργολικό κόλπο και οι δρόμοι εφοδιασμού από βορρά είχαν αποκοπεί από επαναστατικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα, η μόνη διέξοδος για τον Δράμαλη ήταν η επιστροφή στην Κόρινθο.

Τέσσερις δρόμοι οδηγούσαν στην Κόρινθο: του Αγίου Γεωργίου, του Δερβενακίου, του Αγίου Σώστη και του Αγιονορίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε 2.500 άνδρες στη διάθεσή του, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του επαναστατικού στρατού, που δεν συμμεριζόταν την άποψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για τις επικείμενες κινήσεις των Τούρκων, είχε μείνει στους Μύλους για το ενδεχόμενο ότι ο Δράμαλης θα προχωρούσε κατά της Τριπολιτσάς.

 

Ο Γέρος του Μοριά κατένειμε τους αγωνιστές σε καίριες θέσεις στο πέρασμα του Δερβενακίου, ενώ για να ελέγξει το δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο τοποθέτησε 150 άνδρες στο χωριό Ζαχαριά και με «κλέφτικο» τέχνασμα δημιούργησε την εντύπωση μεγάλου συγκεντρωμένου στρατεύματος στην πλαγιά (που στην πραγματικότητα ήταν ζώα, κάπες, φέσια και σημαίες). Παράλληλα ζήτησε ενισχύσεις.

Το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη (Αλβανοί ιππείς) έφθασε στη θέση Παλιόχανο, αλλά ο Κολοκοτρώνης διέταξε επίθεση αφού έφθασε και το κύριο σώμα του εχθρού. Τούρκοι και Αλβανοί, αν και ήταν περισσότεροι, μη γνωρίζοντας τον αριθμό των επαναστατών ούτε την περιοχή, όταν δέχτηκαν τα πυρά των κρυμμένων Ελλήνων, πανικοβλήθηκαν και αναζητούσαν διέξοδο. Το σώμα του Αντώνη Κολοκοτρώνη μετακινήθηκε για να εμποδίσει τη διαφυγή τους προς την πεδιάδα της Κουρτέσας και πλευροκοπώντας τους, τους έστρεφε προς το Μοναστήρι του Αγίου Σώστη. Εκεί έσπευσε ο Νικηταράς, που απάντησε στο κάλεσμα για ενισχύσεις, έχοντας μαζί του τον Παπαφλέσσα και τον Υψηλάντη, οπότε πλέον αποκλείστηκαν όλες οι γύρω διαβάσεις.

Η μάχη κράτησε μέχρι τη νύχτα και προξένησε βαριές απώλειες για τους Τούρκους που άφησαν στα στενά των Δερβενακίων 2.500 – 3.000 νεκρούς και τραυματίες και πάρα πολλά λάφυρα (οι ελληνικές απώλειες ήταν πολύ μικρές).

Ωστόσο αρκετοί στρατιώτες κατάφεραν να διαφύγουν προς στην Κόρινθο, ενώ μέρος της στρατιάς γύρισε πίσω στο Άργος. Δυο ημέρες μετά ο Δράμαλης αποφάσισε να πάρει το δρόμο του Αγιονορίου, έπεσε όμως σε νέα ενέδρα του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα. Επαναλήφθηκαν σκηνές των προηγούμενων ημερών και τουλάχιστον άλλοι 600 Τούρκοι έπεσαν νεκροί. Ο Δράμαλης μόλις διασώθηκε. Τα απομεινάρια της στρατιάς του έφτασαν τελικά στην Κόρινθο χωρίς ηθικό, για να δοκιμαστούν και πάλι από τον αποκλεισμό της πόλης από τον Κολοκοτρώνη, την πείνα και τις ασθένειες.

 

Το λαμπρό εκστρατευτικό σώμα, που προκαλούσε τον τρόμο στο πέρασμά του, είχε αποδεκατιστεί: χάθηκαν το ένα πέμπτο της αρχικής του δύναμης σε άνδρες, το μεγαλύτερο μέρος των πολεμικών ίππων και των υποζυγίων και άφθονο πολεμικό υλικό. Τρεις μήνες μετά ο Δράμαλης πέθανε (από στενοχώρια ή τύφο) και οι διάδοχοί του αποχώρησαν από το Μοριά.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τη διορατικότητά του και τη στρατηγική του ιδιοφυία είχε σώσει την Επανάσταση και θριαμβευτικά ανακηρύχθηκε Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου. Αλλοίμονο, όμως, η επιτυχία δεν συσπείρωσε τους Έλληνες. Αντίθετα, τροφοδότησε το φθόνο και τις εμφύλιες έριδες.