Η Τρίπολη αποτελούσε οικονομικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και έδρα του Τούρκου διοικητή.

Από πολύ νωρίς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί την στρατηγική της σημασία και είχε εκπονήσει σχέδιο για την κατάληψή της.

Τον Απρίλιο του 1821 οι επαναστάτες σταδιακά απέκοψαν τις επικοινωνίες και τον εφοδιασμό της Τριπολιτσάς και τον Μάιο με τις νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά δρομολόγησαν την επιτυχία του εγχειρήματος.

 

Μέσα στην Τριπολιτσά ζούσαν 30-35 χιλιάδες κάτοικοι, Τούρκοι, Αλβανοί, ελάχιστοι Εβραίοι και λίγοι Χριστιανοί – καθώς οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη με τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Ο οθωμανικός στρατός αριθμούσε περίπου 10 χιλιάδες άνδρες υπό τις διαταγές του κεχαγιάμπεη Μουσταφά (υπασπιστή του Διοικητή του Μοριά, Χουρσίτ πασά που εξεστράτευε κατά του Αλή πασά) και του τοποτηρητή (καϊμακάμη) Μεχμέτ Σαλήχ.

Από τον Απρίλιο ήδη, οι τουρκικές αρχές είχαν αιχμαλωτίσει και στη συνέχεια βασανίσει τους Έλληνες αρχιερείς και προεστούς της πόλης (αρκετοί εξ αυτών στη συνέχεια απέθαναν), ενώ θανάτωσαν 18 σωματοφύλακές τους.

 

Έως τον Αύγουστο και καθώς ο κλοιός γύρω από την πόλη έσφιγγε, τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί και επιδημίες είχαν κάνει την εμφάνισή τους.

 

Έξω από τα τείχη οι πολιορκητές έφθαναν περίπου τις 10 χιλιάδες.

 

Στις 10 Αυγούστου 3 χιλιάδες Οθωμανοί, πεζικό και ιππείς, βγήκαν από τα τείχη για επίθεση κατά ελληνικού σώματος και αναζήτηση τροφής λεηλατώντας τα γύρω χωριά. Ακολούθησε όμως η μάχη στην Γράνα, στο πολεμικό χαράκωμα που άνοιξαν οι Έλληνες έξω από τα τείχη και με βαριές απώλειες κατάφεραν να επιστρέψουν στην πόλη.

 

Στις 18 Αυγούστου ο Μουσταφάμπεης στέλνει το ιππικό προκειμένου να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων, αλλά υφίσταται μεγάλες απώλειες και αποτυγχάνει. Υπήρξαν τότε κάποιες συζητήσεις για υπό όρους παράδοση, ωστόσο δεν τελεσφόρησαν.

Υπήρξε ωστόσο συμφωνία με τους Αλβανούς, διότι αφενός θα αποδυναμώνονταν οι πολιορκημένοι και αφετέρου, εκείνη την εποχή οι Έλληνες ήταν πιο φιλικά διακείμενοι έναντι των Αλβανών, αφού θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά, που πολεμούσε επίσης το οθωμανικό κράτος.

 

Κατά την έξοδο των Αλβανών υπήρξε κινητικότητα σε ολόκληρη την πόλη και φάνηκε ότι το κανονιοστάσιο προς την πύλη του Ναυπλίου έμεινε αφρούρητο.

 

Τότε, το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου, η ομάδα του Μανώλη Δούνια (άλλες πηγές, όπως ο Σπ. Τρικούπης, μνημονεύουν τον Παναγιώτη Κεφάλα) αναρριχάται στον προμαχώνα της «Πόρτας τ’ Αναπλιού», εξουδετερώνει τη φρουρά, ανοίγει την πύλη και οι Έλληνες εισέρχονται στην πόλη. Ακολούθησαν σκληρές οδομαχίες και φονεύθηκαν μέχρι 300 Έλληνες για να καταληφθεί η Τριπολιτσά.

Δυστυχώς όμως η μανία και η αγανάκτηση των πολιορκητών για τα 400 χρόνια οθωμανικού ζυγού, τους έσπρωξε σε έργα «καταστροφής, πυρκαγιάς, λεηλασίας και αίματος» στιγματίζοντας την μεγάλη τους νίκη.

Έως τις 26 Σεπτεμβρίου που έσβησε και η τελευταία εστία αντίστασης, θανατώθηκαν περισσότεροι από 25 χιλιάδες κάτοικοι και 8 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν (κατά τον Σπ. Τρικούπη 10 χιλιάδες θανατώθηκαν και οι υπόλοιποι πλην ελαχίστων αιχμαλωτίστηκαν -μεταξύ των οποίων ο κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης, πολλοί πασάδες και οι γυναίκες τους).

 

Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς ήταν η μεγαλύτερη έως τότε στρατιωτική επιτυχία, αποτέλεσε κλειδί για την εδραίωση της Επανάστασης και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.