Τα Ψαρά, ο μικρός αυτός βράχος στην καρδιά του Αιγαίου, ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας και προμαχώνας του Έθνους στα χρόνια του Αγώνα.
Τον Απρίλιο του 1821 ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης και αμέσως ξεκίνησαν επιχειρήσεις με αρχηγό του στόλου το ναύαρχο Νικολή Αποστόλη.
Ψαριανοί πυρπολητές ανατίναξαν το δίκροτο στην Ερεσσό (Παπανικολής) και τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή (Κανάρης), Ψαριανοί ναυμάχησαν στη Σκόπελο, στην Τένεδο αλλά και στις Σπέτσες και στον Πατραϊκό κόλπο και εκστράτευσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ψαριανοί διέσωσαν και περιέθαλψαν 25.000 πρόσφυγες από τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια καθώς και χιλιάδες Χιώτες μετά την καταστροφή του νησιού τους…
Τόση οργή και αγανάκτηση είχαν καταλάβει τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, ώστε διέταξε την ολική καταστροφή των Ψαρών.
Την άνοιξη του 1824 στο νησί κατοικούσαν περίπου εικοσιτρείς χιλιάδες πρόσφυγες και επτά χιλιάδες Ψαριανοί. Όπλα έφεραν 3.027 άνδρες, από τους οποίους οι 1.300 ήταν Ψαριανοί, 1.027 μισθοφόροι και 700 πάροικοι.
Στη γενική συνέλευση στον ναό του Αγίου Νικολάου αποφασίστηκε ο πόλεμος με τους Τούρκους να γίνει μόνο στην ξηρά και αμέσως μετά η «Βουλή των Ψαρών» ζήτησε βοήθεια από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία όμως άργησε πολύ να φθάσει.
Στις 20 Ιουνίου ο τουρκικός στόλος με 176 πλοία και 12 χιλιάδες άνδρες υπό τις διαταγές του ναυάρχου Χορσέφ Πασά καταπλέει στα Ψαρά.
Ο Χορσέφ επιχειρεί απόβαση στον όρμο Κάναλο, ενώ τα μεγάλα εχθρικά πλοία αρχίζουν τον κανονιοβολισμό. Οι υπερασπιστές του νησιού αποκρούουν τους επιδρομείς, που επανέρχονται με νέες δυνάμεις ξανά και ξανά μέχρι τα μεσάνυχτα, και μετά πάλι με το ξημέρωμα. Όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν και οι απώλειες του εχθρού φθάνουν τους 3.500 νεκρούς.
Την ίδια ώρα, μερικά πλοιάρια του εχθρού επιχειρούν απόβαση στην ανατολική πλευρά του Κάβου- Μαρκάκη. Η μικρή φρουρά του νησιού εκεί εξουδετερώνεται και οι Τούρκοι προχωρώντας δια ξηράς κυκλώνουν τους Έλληνες που μάχονται στον Κάναλο. Η ηρωική άμυνα των Ελλήνων κάμπτεται μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού.
Η Βουλή των Ψαρών συντονίζει τον αγώνα. Στο Φτελιό, όπου υπάρχουν οχυρώματα και στρατώνας, είναι η δεύτερη και τελευταία γραμμή αντίστασης. Διεξάγεται λυσσαλέα μάχη και στο τέλος οι Έλληνες, μη έχοντας ελπίδα σωτηρίας, βάζουν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και γίνονται παρανάλωμα του πυρός.
Τα στρατεύματα του εχθρού προχωρούν προς τη χώρα των Ψαρών και φανατισμένα από την ηρωική αντίσταση που συνάντησαν και από τις μεγάλες απώλειες που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, ξεσπούν στον άμαχο πληθυσμό και αρχίζουν με μανία και πρωτοφανή αγριότητα το έργο της σφαγής και της καταστροφής.
Τα γυναικόπαιδα τρέχουν στην προκυμαία σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σωθούν με τα πλοία που, όμως, δεν έχουν πηδάλια (είχαν αφαιρεθεί έπειτα από απαίτηση των μισθοφόρων). Άλλα διαφεύγουν, άλλα αιχμαλωτίζονται και άλλα, για να μην πέσουν με τα γυναικόπαιδα στα χέρια των Τούρκων, αυτοβυθίζονται.
Πεντακόσιοι περίπου Ψαριανοί και ανάμεσα σ’ αυτούς μόνον εκατόν πενήντα πολεμιστές, μετακινούνται στο Παλαιόκαστρο, στο μικρό φρούριο της Μαύρης Ράχης, αποφασισμένοι να πέσουν πολεμώντας.
Ο Χορσέφ διατάζει κανονιοβολισμό του φρουρίου από στεριά και θάλασσα. Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονται όλη την ημέρα ανεπιτυχώς. Μόλις νυχτώνει, διώχνουν λίγα γυναικόπαιδα από την παραλία, κάτω από το Παλαιόκαστρο, με πλοίο χωρίς έρμα και πηδάλιο.
Προτού ακόμη ξημερώσει, αρχίζουν πάλι οι επιθέσεις. Χιλιάδες οι εχθροί, ελάχιστοι οι ήρωες του φρουρίου. Μετά τρεις αποτυχημένες εφόδους, οι Οθωμανοί εισβάλλουν στο μικρό κάστρο. Τότε, ο Αντώνιος Βρατσάνος ανατινάζει την πυριτιδαποθήκη όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα γυναικόπαιδα, τραυματίες, γέροντες και οι εναπομείναντες αγωνιστές, εξαϋλώνοντας Έλληνες και Τούρκους μαζί. Συγχρόνως, ανατινάζει και μικρότερη πυριτιδαποθήκη ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης και οι υπερασπιστές του φρουρίου χάνονται μέχρις ενός.
Μεγάλες υπήρξαν οι απώλειες και από τις δύο πλευρές. Από τους Ψαριανούς χάθηκαν 3.000, ενώ από τους πρόσφυγες στο νησί 17.000 θανατώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. Οι 3.614 Ψαριανοί που επέζησαν, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Παρόλα αυτά, ο ψαριανός στόλος με 15 πλοία και το ναύαρχο Αποστόλη παρέμεινε κομμάτι του εθνικού στόλου και συνέχισε την επαναστατική δράση.
Η εκστρατεία για την ανακατάληψη των Ψαρών λίγες ημέρες μετά δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή μιας τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, οπότε ενσωματώθηκε στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.